Μελέτη του Levy Institute αποκαλύπτει ότι το «θαύμα» της αύξησης της απασχόλησης βασίζεται σε δύο αρνητικά ρεκόρ: οι Ελληνες μισθωτοί δουλεύουν περισσότερες ώρες και αμείβονται με τις χαμηλότερες πραγματικές αποδοχές σε όλη την Ε.Ε.! Πέντε γραφήματα και επτά ευρήματα ακτινογραφούν ένα μοντέλο «απασχόλησης χωρίς ανάπτυξη».
Η εσωτερική υποτίμηση και η ακραία ευελιξία στην αγορά εργασίας την περίοδο των μνημονίων και της μεγάλης ύφεσης στην Ελλάδα έχουν προκαλέσει τεράστια συρρίκνωση στους μέσους μισθούς, μετρούμενους σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης. Οι Ελληνες εργάζονται περισσότερες ώρες από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε., αλλά η αμοιβή τους εξελίσσεται στη συγκριτικά χαμηλότερη.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης του Ινστιτούτου Levy (του Κολεγίου Bard στη Νέα Υόρκη) που υπογράφουν οι ερευνητές του ΚΕΠΕ Βλάσσης Μίσσος και Νικόλας Ροδουσάκης. Δεν μας εκπλήσσει, βεβαίως, τόσο το συμπέρασμα, όσο η τεκμηρίωσή του μέσα από τα στοιχεία της Eurostat και τις επεξεργασίες των δύο ερευνητών. Που αποκαλύπτει ότι η ποιότητα της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης για την οποία επαίρεται η κυβέρνηση δεν έχει αποκολλήσει τους Ελληνες μισθωτούς από τη θέση των αρνητικών πρωταθλητών της Ε.Ε. σε δύο βασικούς δείκτες: τον χρόνο και την πραγματική αμοιβή της εργασίας.
Τα ευρήματα της έρευνας των δύο ερευνητών του Levy και του ΚΕΠΕ, αποτυπωμένα πολύ ζοφερά σε πέντε γραφήματα, που παραθέτουμε και εδώ, δείχνουν ότι, παρά την αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, τα σημάδια πλήρους και αληθινής ανάκαμψης απουσιάζουν εντελώς. Συνοπτικά, η μελέτη επισημαίνει τα εξής:
1) Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά 27% και δεν έχει ακόμα επιστρέψει στο προ κρίσης επίπεδο. Το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 35% και αποκαλύπτει αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ εισοδήματος και συνολικής παραγωγής.
2) Αν και η ελληνική οικονομία έχει προσαρμοστεί σε χαμηλότερο επίπεδο λειτουργικότητας, η συνολική απασχόληση πλησιάζει σε πλήρη ανάκαμψη και ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Ομως, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται συμβάλλουν πολύ λιγότερο στην εγχώρια ζήτηση από την προ κρίσης περιόδο και πλησιάζουν αυτό που περιγράφετα ως «απασχόληση χωρίς ανάπτυξη».
3) Ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο (AFTS) αντικατοπτρίζει το εισόδημα που θεωρείται επαρκές για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στην Ε.Ε. των 27. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στον δείκτη AFTS όταν μετριέται σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (PPS), οι οποίες χρησιμοποιούνται για να καταγραφούν αξιόπιστα οι ανισότητες ανάμεσα στις χώρες (αλλά όχι για τη διαχρονική εξέλιξη των αμοιβών σε μια χώρα).
4) Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων» στο θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων μετά το 2010 με τα μνημόνια (αύξηση ευελιξίας, κατάργηση προστασίας της εργασίας κ.λπ.) αλλά και της μεταμνημονιακής νομοθέτησης μόνιμων, δομικών ρυθμίσεων ευελιξίας, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις του ν. 5053/2023 για εξαήμερη εβδομάδα εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους.
5) Ο μέσος εργαζόμενος στην Ελλάδα εκτιμάται ότι έχει εργαστεί 38,5 ώρες την εβδομάδα το 2024, που είναι ο υψηλότερος αριθμός στην Ε.Ε., με δεύτερη την Πολωνία. Στη χώρα μας όμως η εντατικοποίηση της εργασίας εκτείνεται πέραν του τυπικού ωραρίου (λόγω μειωμένης προστασίας απέναντι στην εργοδοτική πίεση αλλά και κυνηγιού υπερωριών για «τσοντάρισμα» στο εισόδημα, την έκταση των οποίων αποκάλυψε ο σχεδόν... δεκαπλασιασμός των δηλούμενων υπερωριών με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας).
6) Με βάση όλα τα παραπάνω, εδραιώνεται η μεγάλη, μόνιμη και όχι συγκυριακή πλέον απόκλιση των ελληνικών μέσων αμοιβών εργασίας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Εξετάζοντας την εξέλιξη του ωρομισθίου σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (Γράφημα 4), αποκαλύπτεται πως από το 2005 και μετά η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή απόκλιση, για να φτάσει το 2023 στο χειρότερο επίπεδο μεταξύ των 27. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού τα τελευταία δύο χρόνια, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη «πουλάει» ως γενναιοδωρία, ενώ κρατά παγωμένες τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν είχαν καμιά θετική επίδραση σε αυτή την αρνητική για τη χώρα διάκριση.
7) Αντίθετα από την αυξανόμενη απόκλιση των πραγματικών μισθών από τον μ.ό. της Ε.Ε., καταγράφεται η προς τα κάτω σύγκλιση του μέσου μισθού προς τον κατώτατο, ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, με τη μνημονιακή, βίαιη μείωση του κατώτατου μισθού και τη θέσπιση του ρατσιστικής έμπνευσης υποκατώτατου για τους νέους κάτω των 25 ετών. Η εξέλιξη μεταξύ 2012 και 2024 καταδεικνύει ότι όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθωτών «συνωθείται» στην περιοχή του κατώτατου μισθού, αλλά και το ότι οποιαδήποτε κυβερνητική αύξηση του κατώτατου ερήμην των κοινωνικών εταίρων δεν παρασύρει προς τα πάνω τους στάσιμους μέσους μισθούς.
Εξ ου και οι βασικές προτάσεις των συντακτών της μελέτης:
● Αποκατάσταση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε τα συνδικάτα να μπορούν να πετύχουν καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας.
● Επαρκή για αξιοπρεπή διαβίωση κατώτατο μισθό, αντί της χρήσης του ως φθηνού «εισιτηρίου» εισόδου στην αγορά εργασίας.
● Ενίσχυση των ελάχιστων προτύπων για τον χρόνο εργασίας (ανώτατα όρια στις εργάσιμες ώρες, μέρες, εβδομάδες, ελάχιστα όρια στις περιόδους ανάπαυσης και στις ετήσιες άδειες μετ’ αποδοχών).
● Προγράμματα εγγυημένων θέσεων εργασίας με μισθούς πάνω από τον κατώτατο ως αντίβαρο στην υπεραπασχόληση και στην αναγκαστική αποδοχή των χαμηλών αμοιβών.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης του Ινστιτούτου Levy (του Κολεγίου Bard στη Νέα Υόρκη) που υπογράφουν οι ερευνητές του ΚΕΠΕ Βλάσσης Μίσσος και Νικόλας Ροδουσάκης. Δεν μας εκπλήσσει, βεβαίως, τόσο το συμπέρασμα, όσο η τεκμηρίωσή του μέσα από τα στοιχεία της Eurostat και τις επεξεργασίες των δύο ερευνητών. Που αποκαλύπτει ότι η ποιότητα της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης για την οποία επαίρεται η κυβέρνηση δεν έχει αποκολλήσει τους Ελληνες μισθωτούς από τη θέση των αρνητικών πρωταθλητών της Ε.Ε. σε δύο βασικούς δείκτες: τον χρόνο και την πραγματική αμοιβή της εργασίας.
Τα ευρήματα της έρευνας των δύο ερευνητών του Levy και του ΚΕΠΕ, αποτυπωμένα πολύ ζοφερά σε πέντε γραφήματα, που παραθέτουμε και εδώ, δείχνουν ότι, παρά την αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, τα σημάδια πλήρους και αληθινής ανάκαμψης απουσιάζουν εντελώς. Συνοπτικά, η μελέτη επισημαίνει τα εξής:
1) Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά 27% και δεν έχει ακόμα επιστρέψει στο προ κρίσης επίπεδο. Το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 35% και αποκαλύπτει αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ εισοδήματος και συνολικής παραγωγής.
2) Αν και η ελληνική οικονομία έχει προσαρμοστεί σε χαμηλότερο επίπεδο λειτουργικότητας, η συνολική απασχόληση πλησιάζει σε πλήρη ανάκαμψη και ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Ομως, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται συμβάλλουν πολύ λιγότερο στην εγχώρια ζήτηση από την προ κρίσης περιόδο και πλησιάζουν αυτό που περιγράφετα ως «απασχόληση χωρίς ανάπτυξη».
3) Ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο (AFTS) αντικατοπτρίζει το εισόδημα που θεωρείται επαρκές για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στην Ε.Ε. των 27. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στον δείκτη AFTS όταν μετριέται σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (PPS), οι οποίες χρησιμοποιούνται για να καταγραφούν αξιόπιστα οι ανισότητες ανάμεσα στις χώρες (αλλά όχι για τη διαχρονική εξέλιξη των αμοιβών σε μια χώρα).
4) Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων» στο θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων μετά το 2010 με τα μνημόνια (αύξηση ευελιξίας, κατάργηση προστασίας της εργασίας κ.λπ.) αλλά και της μεταμνημονιακής νομοθέτησης μόνιμων, δομικών ρυθμίσεων ευελιξίας, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις του ν. 5053/2023 για εξαήμερη εβδομάδα εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους.
5) Ο μέσος εργαζόμενος στην Ελλάδα εκτιμάται ότι έχει εργαστεί 38,5 ώρες την εβδομάδα το 2024, που είναι ο υψηλότερος αριθμός στην Ε.Ε., με δεύτερη την Πολωνία. Στη χώρα μας όμως η εντατικοποίηση της εργασίας εκτείνεται πέραν του τυπικού ωραρίου (λόγω μειωμένης προστασίας απέναντι στην εργοδοτική πίεση αλλά και κυνηγιού υπερωριών για «τσοντάρισμα» στο εισόδημα, την έκταση των οποίων αποκάλυψε ο σχεδόν... δεκαπλασιασμός των δηλούμενων υπερωριών με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας).
6) Με βάση όλα τα παραπάνω, εδραιώνεται η μεγάλη, μόνιμη και όχι συγκυριακή πλέον απόκλιση των ελληνικών μέσων αμοιβών εργασίας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Εξετάζοντας την εξέλιξη του ωρομισθίου σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (Γράφημα 4), αποκαλύπτεται πως από το 2005 και μετά η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή απόκλιση, για να φτάσει το 2023 στο χειρότερο επίπεδο μεταξύ των 27. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού τα τελευταία δύο χρόνια, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη «πουλάει» ως γενναιοδωρία, ενώ κρατά παγωμένες τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν είχαν καμιά θετική επίδραση σε αυτή την αρνητική για τη χώρα διάκριση.
7) Αντίθετα από την αυξανόμενη απόκλιση των πραγματικών μισθών από τον μ.ό. της Ε.Ε., καταγράφεται η προς τα κάτω σύγκλιση του μέσου μισθού προς τον κατώτατο, ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, με τη μνημονιακή, βίαιη μείωση του κατώτατου μισθού και τη θέσπιση του ρατσιστικής έμπνευσης υποκατώτατου για τους νέους κάτω των 25 ετών. Η εξέλιξη μεταξύ 2012 και 2024 καταδεικνύει ότι όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθωτών «συνωθείται» στην περιοχή του κατώτατου μισθού, αλλά και το ότι οποιαδήποτε κυβερνητική αύξηση του κατώτατου ερήμην των κοινωνικών εταίρων δεν παρασύρει προς τα πάνω τους στάσιμους μέσους μισθούς.
Εξ ου και οι βασικές προτάσεις των συντακτών της μελέτης:
● Αποκατάσταση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε τα συνδικάτα να μπορούν να πετύχουν καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας.
● Επαρκή για αξιοπρεπή διαβίωση κατώτατο μισθό, αντί της χρήσης του ως φθηνού «εισιτηρίου» εισόδου στην αγορά εργασίας.
● Ενίσχυση των ελάχιστων προτύπων για τον χρόνο εργασίας (ανώτατα όρια στις εργάσιμες ώρες, μέρες, εβδομάδες, ελάχιστα όρια στις περιόδους ανάπαυσης και στις ετήσιες άδειες μετ’ αποδοχών).
● Προγράμματα εγγυημένων θέσεων εργασίας με μισθούς πάνω από τον κατώτατο ως αντίβαρο στην υπεραπασχόληση και στην αναγκαστική αποδοχή των χαμηλών αμοιβών.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου