Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Γκάμπριελ: Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μία ελάφρυνση χρέους

Αποστάσεις από την επίσημη γερμανική γραμμή που αποκλείει -προς το παρόν- το ενδεχόμενο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, παίρνει ο αντικαγκελάριος της κυβέρνησης, υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας και πρόεδρος του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD), Ζίγκμαρ Γκάμπριελ
Σε άρθρο του που έδωσε στη δημοσιότητα το Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ (FES), με τίτλο «Καταρρέει η Ευρώπη; Το μέλλον μίας μεγάλης ιδέας», o κυβερνητικός εταίρος της καγκελαρίου Μέρκελ αναφέρεται εκτενώς στο ελληνικό ζήτημα, σημειώνοντας ότι από τα 200 και πλέον δισ. ευρώ των πακέτων βοήθειας που χορηγήθηκαν στην Αθήνα, κατά το διάστημα μεταξύ 2010 και 2015, το μεγαλύτερο μέρος -περίπου 145 δισ. ευρώ – πήγαν σε διεθνείς δανειστές για την αποπληρωμή παλαιών δανείων.
Ο Γκάμπριελ υποστηρίζει ότι «κινητοποιούμε δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων στο πλαίσιο πακέτων διάσωσης για τη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αδυνατούμε όμως να βελτιώσουμε την πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων στις χώρες που λαμβάνουν τη βοήθεια» και υπογραμμίζει πως «εάν δεν αλλάξουμε την πολιτική αυτή, το αποτέλεσμα θα είναι η ταχύτερη κατάρρευση της Ευρώπης αντί της ενίσχυσης της ανάπτυξης και της απασχόλησης στις χώρες που χρειάζονται στήριξη».
Ειδικότερα για το χρέος, ο αντικαγκελάριος αναφέρει πως «αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να ακολουθεί σοβαρά τη μεταρρυθμιστική πορεία θα πρέπει να βρούμε τρόπους για την περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους».
Είτε το ονομάσουμε «κούρεμα» είτε εφεύρουμε έναν διαφορετικό χαρακτηρισμό, το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια ελάφρυνση χρέους, π.χ. μέσω επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής ή μείωσης των επιτοκίων. Διότι οι συνεχιζόμενες περικοπές των εισοδημάτων δεν πρόκειται να οδηγήσουν τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης, αλλά αντίθετα θα επιφέρουν κοινωνικές αναταραχές και ακυβερνησία.
Σημειώνεται ότι το άρθρο έχει γραφτεί κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου, σε τοπικό επίπεδο στη Γερμανία και δημοσιεύεται με την ευκαιρία της συζήτησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, σχετικά με το ενδεχόμενο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. 
Το πλήρες άρθρο του Ζ. Γκάμπριελ έχει ως εξής: 
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για μια δοκιμασία που μπορεί να οδηγήσει την ΕΕ σε διάσπαση. Αμφιβάλλω όμως αν είναι σκόπιμο να προοιωνιζόμαστε τέτοια σενάρια διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που πραγματικά πρέπει να συζητήσουμε είναι ότι η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη δοκιμασία αυτή. 
Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο αρχιεπίσκοπος του Βρότσλαβ στην τότε κομμουνιστική Πολωνία συνέταξε μια απίστευτα θαρραλέα και διορατική επιστολή την οποία απέστειλε εξ ονόματος όλων των αρχιεπισκόπων της Πολωνίας στους γερμανούς ομολόγους του. Εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και σε μια κοινωνία που είχε ζήσει στο πετσί της τη συντονισμένη καταστροφή της Πολωνίας και την οργανωμένη μαζική δολοφονία στο Άουσβιτς, στην Τρεμπλίνκα και στο Σόμπιμπορ από τους Γερμανούς, με τη φράση «Συγχωρούμε και ζητούμε συγχώρεση» ο καρδινάλιος Κόμινεκ έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη συμφιλίωση Γερμανίας και Πολωνίας. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η κίνηση του Βίλλυ Μπραντ να γονατίσει μπροστά στο μνημείο των εξεγερθέντων του γκέτο της Βαρσοβίας.
Στις σημειώσεις του ο Κόμινεκ έθετε ταυτόχρονα έναν κοινό στόχο: «Ο τρόπος έκφρασης δεν μπορεί να είναι εθνικιστικός, πρέπει να είναι ευρωπαϊκός με τη βαθύτερη σημασία της λέξης. Η Ευρώπη είναι το μέλλον – οι εθνικισμοί ανήκουν στο παρελθόν.» Καταδεικνύει έτσι πόσο πολύ ήταν προσηλωμένη η Πολωνία στην ευρωπαϊκή ιδέα. Ο καρδινάλιος Κόμινεκ ξεχάστηκε στη Γερμανία, ενώ στην Ευρώπη είναι μάλλον ελάχιστα γνωστός. Πενήντα χρόνια μετά την ποιμενική επιστολή του, θα άξιζε να μνημονεύεται μαζί με τους ιδρυτικούς πατέρες της Ευρώπης όπως ο Ντε Γκασπέρι, ο Μάνσχολτ, ο Μονέ ή ο Σουμάν. Με αυτόν τον τρόπο εμείς οι Γερμανοί θα δείχναμε στους Πολωνούς γείτονές μας ότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως η Ευρώπη δεν θα θεραπευτεί από τη γερμανική ιδιοσυστασία, αλλά μόνο από την κοινή βούληση όλων να διαφυλάξουν την πολιτική ενοποίηση ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του πολιτισμού στην ιστορία της ηπείρου μας. Τα λόγια του καρδιναλίου Κόμινεκ είναι μια προειδοποίηση προς όλους μας να μην παλινδρομήσουμε στο «παρελθόν» του εθνικισμού. Για πολύ καιρό η προειδοποίηση αυτή δεν προέβαλλε τόσο σημαντική όσο σήμερα.
Εκατέρωθεν μομφές
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση περνά μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες αντοχής της στη μεταπολεμική ιστορία. Πλέον γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για «δοκιμασία διάλυσης». Δικαίως δε λέγεται ότι κοινοί θεσμοί όπως το ευρώ ή ο χώρος Σένγκεν πρέπει τώρα
περισσότερο από ποτέ να σταθούν ισχυροί. Έχω όμως τις αμφιβολίες μου αν είναι σωστό να προοιωνιζόμαστε τόσο συχνά, με αυξανόμενη αγωνία, σενάρια διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πολλές οι μομφές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Τα κράτη θέτουν μεταξύ τους τελεσίγραφα που δεν πετυχαίνουν τίποτε άλλο εκτός από το να ενδυναμώνουν τις εθνικές ευαισθησίες και να τις περιχαρακώνουν ακόμα περισσότερο. Τα σενάρια αποτυχίας προβάλλονται συχνά τα τελευταία χρόνια: «Αν αποτύχει το ευρώ ...», «αν αποτύχει η Σένγκεν ...», «αν αποτύχει το Δουβλίνο ...» - δυσοίωνες προφητείες που πάντα καταλήγουν στην επαπειλούμενη αποτυχία της Ευρώπης. Αν ο στόχος είναι να προβάλουμε ένα ακόμα σενάριο κινδυνολογίας στο επικείμενο κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τότε θα ήταν προτιμότερο να σιωπήσουμε. Διότι αυτό που πραγματικά πρέπει να συζητήσουμε είναι ότι η Ευρώπη μπορεί να περάσει με επιτυχία αυτή τη δοκιμασία! Και όταν αναλογιζόμαστε το θάρρος που επέδειξαν οι ιδρυτικοί πατέρες της Ευρώπης, όταν λίγα μόλις χρόνια μετά τις δολοφονίες οι εκπρόσωποι των εθνών των θυμάτων προσκάλεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ πολιτισμένων λαών το έθνος των θυτών, δεν μπορούμε σήμερα να φανούμε μικρόψυχοι.
Το πρώτο βήμα είναι να θυμηθούμε από ποιες πηγές αντλεί η Ευρωπαϊκή Ένωση την πνευματική της δύναμη. Θα πρέπει λοιπόν να αποκαλύψουμε τα θεμέλια που έχουν σκεπάσει οι σημερινές διενέξεις και να οξύνουμε και πάλι τη συνείδηση των ευρωπαϊκών αξιών. Αυτό που δεκαετίες πριν αποτέλεσε την απάντηση σε καταστροφές χωρίς προηγούμενο, εξακολουθεί και σήμερα να έχει πλήρη ιστορική ισχύ και εσχάτως μάλιστα να αποκτά αυξανόμενο πολιτικό βάρος. Το ζήτημα της ειρήνης και η υπόσχεση ελευθερίας.
Πρώτο έρχεται το ζήτημα της ειρήνης. Η Ευρώπη επλήγη όσο καμία άλλη περιοχή στον κόσμο από την καταστροφική επιθετική μανία του εθνικισμού. Μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους με πρωτεργάτες απολυταρχικά καθεστώτα που κατέληξαν σε πολλά εκατομμύρια θύματα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτέλεσε μια ανάσα ασφάλειας και ομοψυχίας. Ήταν η απάντηση στον ναζιστικό όλεθρο, στον πόλεμο εξόντωσης, στη γενοκτονία. Η διασφάλιση της ειρήνης δεν είναι ένα αφήγημα από το μακρινό παρελθόν. Η νέα εθνικιστική προπαγάνδα που μετατρέπεται σε στρατιωτική βία, η τρομοκρατία που ενδύεται τον μανδύα της θρησκείας, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η κατάρρευση του κράτους, αλλά και τα νέα κύματα γεωπολιτικά υποκινούμενης επιθετικότητας στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύουν πόσο πολύ χρειαζόμαστε τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ειρήνης.
Δεύτερον, η υπόσχεση της ελευθερίας. Για τεσσερισήμισι δεκαετίες η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος διχασμένη από τον Ψυχρό Πόλεμο. Η πολιτική της γεωγραφία ήταν μοιρασμένη στα δύο από ένα Τείχος και ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα – μια διαίρεση που είχε αποτυπωθεί βαθιά στο μυαλό των ανθρώπων. Δρόμοι που κατέληγαν σε νεκρές ζώνες, κατεστραμμένες γέφυρες, συρματοπλέγματα και πύργοι με πυροβόλα, στρατιές συνοριοφυλάκων που αναπτύσσονταν κατά μήκος των θανατηφόρων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εξευτελιστικοί έλεγχοι στα αυστηρά φυλασσόμενα σύνορα – όλα αυτά ανήκαν στην καθημερινότητα της καρδιάς της Ευρώπης ως το 1989. Μόνο όσοι αψηφούσαν τον θάνατο επιχειρούσαν να ξεπεράσουν τις διαχωριστικές γραμμές και να δραπετεύσουν προς την ελευθερία. Ήταν αυτοί που στη γλώσσα της κομμουνιστικής δικτατορίας αποκαλούνταν «συνοριακοί παραβάτες».
Τα θαρραλέα κινήματα για τη δημοκρατία στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την πρώην Τσεχοσλοβακία, αλλά και η πολιτική διαμαρτυρία στην Ανατολική Γερμανία νίκησαν τη δικτατορία και οδήγησαν στο άνοιγμα των συνόρων. Μόνο τότε κατάφερε να δημιουργηθεί στην Ευρώπη ένας ενιαίος χώρος ελευθερίας στον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να τους παρακολουθούν και να τους κατασκοπεύουν. Έτσι κατάφερε η μερική ενοποίηση της Ευρώπης να εξελιχθεί σε πλήρη ενοποίηση. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη δικαιολογημένη περηφάνεια των εταίρων μας στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη για την εξέλιξη αυτή. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια πράξη επικράτησης της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων έναντι της αυθαίρετης εξουσίας και της καταπίεσης. Δημιουργεί μια συμμαχία δικαιοσύνης. Κι αυτή δεν είναι μια μακρινή ανάμνηση κινδύνων που έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν υπάρχουν μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Οι επιθέσεις κατά της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης, η καταπίεση και ο αποκλεισμός των μειονοτήτων έχουν επιστρέψει στο προσκήνιο. Τα ακροδεξιά κινήματα στρέφονται ανοιχτά κατά των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων. Επομένως η υπόσχεση ελευθερίας που δίνει η Ευρώπη είναι πολύ σημαντική στην τρέχουσα συγκυρία.
Η επιδίωξη μιας δίκαιης ευημερίας
Τρίτη έρχεται η επιδίωξη μιας δίκαιης ευημερίας. Ο διεθνής ανταγωνισμός των οικονομικών συστημάτων δεν στρεφόταν ποτέ μόνο γύρω από το δίπολο μεταξύ οικονομίας της αγοράς και κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ συστημάτων
περιλάμβανε πάντα και το δίπτυχο μεταξύ σκληρού καπιταλισμού που μεγαλώνει την ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και οικονομίας της αγοράς σε κοινωνικό πλαίσιο που μεριμνά για ίσα δικαιώματα, κοινωνική συνεργασία, εξειδικευμένη εργασία και δίκαιη
συμμετοχή στην ανάπτυξη της ευημερίας. Η Ευρώπη περιλαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις του κοινωνικού κράτους. Παραταύτα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο ακολουθεί έναν ξεχωριστό δρόμο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, πέρα από τις ψευδείς αντιθέσεις
μεταξύ αγοράς και κράτους, παραγωγικότητας και μισθολογικών αυξήσεων, βιομηχανίας και προστασίας του περιβάλλοντος. «Το ευρωπαϊκό όνειρο» που περιέγραψε ο Τζέρεμι Ρίφκιν με ηθελημένη προκλητικότητα σε αντιδιαστολή με το αμερικανικό, ενσαρκώνει ένα μοντέλο συνειδητοποιημένης κοινωνίας και ευημερίας που δεν αποβάλλει και δεν αφήνει πίσω κανέναν άνθρωπο, είναι οργανωμένο με γνώμονα την ισότητα των ευκαιριών και έχει ως βασικό άξονα την κοινωνική δικαιοσύνη.
Όταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα Μπέρνι Σάντερς λέει ότι θα ήθελε οι Ηνωμένες Πολιτείες να είναι περισσότερο σαν τη Σουηδία, δεν πρόκειται για ρητορική ακροβασία στο πλαίσιο του προεκλογικού αγώνα. Παντού στον κόσμο υπάρχουν
οι θαυμαστές αυτού του ιδιαίτερου ευρωπαϊκού δρόμου – μόνο εμείς δεν συνειδητοποιούμε πια ότι έχουμε αυτόν τον θησαυρό. Η ζοφερή προοπτική ενός Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος προφανώς μετρά τη δύναμη μιας κοινωνίας με βάση τον θρίαμβο των ισχυρών επί των αδυνάτων έρχεται αναμφισβήτητα σε απόλυτη αντιδιαστολή προς την ευρωπαϊκή ιδέα. 
Διατηρήσιμη ευημερία, αλληλεγγύη και συνοχή 
Τέταρτον, πρόκειται για μια διατηρήσιμη ευημερία. Οι συζητήσεις που περιστρέφονταν επί δεκαετίες γύρω από τα όρια της ανάπτυξης και τη στροφή προς την οικολογία θεωρούνταν – για να είμαστε ειλικρινείς – μια ευρωπαϊκή ιδιοτροπία. Η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη Γερμανία έμοιαζε σε παγκόσμια κλίμακα σαν ένα καπρίτσιο σανδαλοφόρων φρικιών και φανατικών οικολόγων. Έπειτα όμως έγινε σαφές ότι μιλάμε για κινδύνους με παγκόσμιες προεκτάσεις για τους φυσικούς μας πόρους. Οι αναπτυσσόμενες και οι αναδυόμενες οικονομίες πληρώνουν το τίμημα της καταστροφικής εκμετάλλευσης των φυσικών τους πόρων. Οι θέσεις της Ευρώπης για την προστασία από την κλιματολογική αλλαγή την καθιστούν πρότυπο παγκοσμίως. Η δυναμικότητα της βιομηχανίας, το προβάδισμα στις τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης και συστημάτων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχουμε αναπτύξει αποτελούν κάτι παραπάνω από ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη με το βιώσιμο μοντέλο ευημερίας της διαθέτει τις προϋποθέσεις για να ηγηθεί μιας παγκόσμιας οικονομικής πρωτοπορίας.
Πέμπτον: αλληλεγγύη και συνοχή. Μετά τους παγκόσμιους πολέμους υπήρξαν άλλες δυνάμεις που καθόρισαν την πορεία της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ακόμα και όταν είχε τελειώσει η εποχή του διπόλου των υπερδυνάμεων, οι συσχετισμοί των δυνάμεων συνέχισαν να εξελίσσονται εις βάρος της Ευρώπης. Με την άνοδο των δημογραφικά ισχυρών αναδυόμενων οικονομιών και την επέκταση της παγκοσμιοποίησης, τα ευρωπαϊκά έθνη συρρικνώθηκαν. Μόνο μια ενοποιημένη Ευρώπη με ευρύ πεδίο δράσης μπορεί πλέον να αποτελέσει ισότιμο συνομιλητή της Κίνας και της Ινδίας με τους αναπτυσσόμενους πληθυσμούς τους που ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο, της Ρωσίας με τον ορυκτό της πλούτο ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό μου το υπενθύμιζε επανειλημμένα στις συναντήσεις και συνομιλίες μας ο αείμνηστος Χέλμουτ Σμιτ – ένας μεγάλος Ευρωπαϊστής. Στην τελευταία του ομιλία στο συνέδριο του SPD το 2011 είπε: «Εάν θέλουμε να τρέφουμε την ελπίδα ότι εμείς οι Ευρωπαίοι μπορούμε να διαδραματίσουμε έναν ρόλο στον κόσμο, μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο μαζί. Διότι ο ρόλος κάθε χώρας μόνης της – είτε πρόκειται για τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία ή την Πολωνία, την Ολλανδία, τη Δανία ή την Ελλάδα – δεν θα μετράει στο τέλος σε ποσοστά επί τοις εκατό αλλά επί τοις χιλίοις.»
Σε δεύτερη φάση πρέπει να ξεκαθαρίσουμε με αντικειμενικούς όρους γιατί οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις στην Ευρώπη έχουν μεγεθυνθεί. Πρέπει να δώσουμε μια ειλικρινή απάντηση στην ερώτηση τι πήγε στραβά. 
Έχουν περάσει πλέον έξι χρόνια από την κρίση των διεθνών οικονομικών αγορών οι επιπτώσεις της οποίας απείλησαν τη διατήρηση του κοινού μας νομίσματος. Ήταν ένα καθοριστικό σημείο καμπής. Οι αναταράξεις που προκάλεσε η τραπεζική κρίση και στη συνέχεια
η κρίση χρέους κλόνησαν παντού την πραγματική οικονομία, ελάττωσαν τις επενδύσεις, αύξησαν την ανεργία και συρρίκνωσαν το εισόδημα των ιδιωτικών νοικοκυριών όπως και τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Υπήρξε όμως μια καθοριστική διαφορά: τα ήδη υπερχρεωμένα κράτη της ευρωζώνης δεν έχουν ξεπεράσει ακόμα το πλήγμα. Ακόμα και επτά χρόνια μετά την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι επενδύσεις παραμένουν αρκετά πιο κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Περισσότερα από 23 εκατομμύρια
άνθρωποι είναι άνεργοι στην ΕΕ. Στην ευρωζώνη το ποσοστό ανεργίας πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση ήταν 7,5%, ως το 2013 είχε ανέβει στο 12% και σήμερα παραμένει στο 11%. Δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που το φθινόπωρο του 2015 αντιμετώπιζε ποσοστό ανεργίας
των νέων της τάξης του 48%. Και στην Ισπανία το ποσοστό είναι αντίστοιχα στο 47%, στην Ιταλία φθάνει το 40% και στη Γαλλία είναι σχεδόν 25%. 
Η υπόσχεση ευημερίας που δίνει η Ευρώπη
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό των χωρών που «βρίσκονταν σε πρόγραμμα» οι οποίες επιβλήθηκαν από το Eurogroup σε αντάλλαγμα με βοήθεια για την αντιμετώπιση του χρέους τους, οδήγησαν αναμφίβολα σε σκληρές τομές στην κοινωνική ασφάλεια. Στο ίδιο
διάστημα η Γερμανία ανέκαμψε γρήγορα από την οικονομική κρίση και σημειώνει μια αντίθετη εξελικτική πορεία με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, ιστορικά χαμηλά επίπεδα ανεργίας, αύξηση των πραγματικών μισθών και σχετική ανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας.
Αυτή η ανισορροπία μεταξύ επιβαλλόμενων όρων και επιτευγμάτων είναι που αυξάνει και την αμοιβαία έλλειψη κατανόησης. Ακόμα και μεταξύ των κρατών του ευρωπαϊκού πυρήνα – της Γερμανίας και της Γαλλίας - προκλήθηκε μια ανισορροπία. Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν μια ικανή βάση για να αναλογιστούμε πώς αντιμετωπίζουμε το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων στην Ευρώπη.
Όπου είναι εύθραυστα τα οικονομικά θεμέλια, δεν μπορεί να στηριχθεί πλέον ούτε το οικοδόμημα των ιδεών. Αυτό που κατέστησε ελκυστική την Ευρώπη για όλους και υποκινούσε την εμβάθυνση και διεύρυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν η υπόσχεση ευημερίας.
Μια οικονομικά ισχυρή Ευρώπη απολαμβάνει και πολιτικό κύρος. Στο μεταξύ όμως όλο και περισσότεροι της γυρίζουν την πλάτη, θεωρώντας καλύτερη επιλογή την ξεχωριστή εθνική πορεία. Είναι παράλογο: εκείνοι που βρίσκονται σε οικονομικά πιο αδύναμη θέση δεν
έχουν πειστεί ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια τους βοηθά πραγματικά. Όσοι είναι σε ισχυρότερη θέση πάλι αισθάνονται ότι επιβαρύνονται υπερβολικά. Οι πολίτες των υπερχρεωμένων χωρών θεωρούν ότι τίθενται υπό κηδεμονία και είναι θύματα σκληρής μεταχείρισης, ενώ
οι πολίτες των χωρών με πλεονάσματα αισθάνονται οργή γιατί καλούνται να δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα. Απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να γεννηθεί μια νέα συναίσθηση της αξίας της αλληλεγγύης. 
Μια επισήμανση για τη φύση των πακέτων ευρωπαϊκής βοήθειας είναι βέβαια δικαιολογημένη. Από τα 200 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ των πακέτων βοήθειας που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα στο διάστημα μεταξύ 2010 και 2015, το μεγαλύτερο μέρος - περίπου 145
δισεκατομμύρια ευρώ – πήγαν σε διεθνείς δανειστές για την αποπληρωμή παλαιών δανείων. Αυτά τα 145 δισεκατομμύρια, σε τελική ανάλυση, προέρχονται από τους φορολογούμενους των κρατών-χορηγών. Αυτό αναφέρεται σε όλες τις εφημερίδες. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το τεράστιο ποσό παρέμεινε μέσα στον φαύλο κύκλο του χρέους, χωρίς να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι άλλο.
Δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων
Κινητοποιούμε δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων στο πλαίσιο πακέτων διάσωσης για τη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αδυνατούμε όμως να βελτιώσουμε την πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων στις χώρες που λαμβάνουν τη βοήθεια. Αυτό είναι δύσκολο να το καταλάβουν οι πολίτες αμφότερων των πλευρών, γι’ αυτό αυξάνεται η δυσαρέσκεια για τα ευρωπαϊκά πακέτα διάσωσης τόσο στην πλευρά των χορηγών όσο και των αποδεκτών τους. Εάν δεν αλλάξουμε την πολιτική αυτή, το αποτέλεσμα θα είναι η ταχύτερη κατάρρευση της Ευρώπης αντί της ενίσχυσης της ανάπτυξης και της απασχόλησης στις χώρες που χρειάζονται στήριξη.
Επομένως ήταν σωστό και σκόπιμο να συνδέσουμε τη δέσμευσή μας για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ με τον σαφή επαναπροσανατολισμό του προγράμματος διάσωσης το καλοκαίρι του 2015. Έτσι δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την πιο δίκαιη κατανομή των βαρών. Το πρόγραμμα δεν προβλέπει μόνο τη συνέχιση της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας, αλλά αναγνωρίζει επίσης ότι μια χώρα που διανύει περίοδο βαθιάς ύφεσης θα αναγκαστεί να γονατίσει αν τεθούν μη ρεαλιστικοί δημοσιονομικοί στόχοι.
Η προσαρμογή των στόχων λιτότητας σε αυτό που είναι πραγματικά εφικτό είναι σημαντική και θα πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει να εξακολουθήσουμε να προσπαθούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο μεταξύ του αβάσταχτα υψηλού χρέους του παρελθόντος και της ύφεσης. Αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να ακολουθεί σοβαρά τη μεταρρυθμιστική πορεία θα πρέπει να βρούμε τρόπους για την περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους. Είτε το ονομάσουμε «κούρεμα» είτε εφεύρουμε έναν διαφορετικό χαρακτηρισμό, το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια ελάφρυνση χρέους, π.χ. μέσω επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής ή μείωσης των επιτοκίων. Διότι οι συνεχιζόμενες περικοπές των εισοδημάτων δεν πρόκειται να οδηγήσουν τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης, αλλά αντίθετα θα επιφέρουν κοινωνικές αναταραχές και ακυβερνησία. Ενόψει αυτής της κατάστασης, οι παραινέσεις που απευθύνει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε εβδομαδιαία βάση προς την Ελλάδα να εντείνει τις προσπάθειές της για τη διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ ακούγονται σχεδόν κυνικές.
Ένας ελιγμός «αντίστροφης ώσης» στην Ευρώπη
Χρειαζόμαστε έναν ελιγμό αντίστροφης ώσης στην Ευρώπη: πρέπει να βάλουμε φρένο στην πολιτική της διάσπασης που απομακρύνει όλο και περισσότερο τις ζωές μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην Ευρώπη και να κινηθούμε προς μια κοινή πορεία ευημερίας. Για να υπάρξει νέα ελπίδα στην Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσουμε ευκαιρίες, να χτίσουμε σχολεία και πανεπιστήμια, να διαμορφώσουμε τις ψηφιακές υποδομές του μέλλοντος, να επενδύσουμε στην τοπική αυτοδιοίκηση και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, να ενισχύσουμε την απασχόληση και τα εισοδήματα. Αυτό που μας βοηθάει είναι να βλέπουμε και πάλι το έμβλημα με τα αστέρια της Ευρώπης σε όλο και περισσότερες ταμπέλες και σήματα επενδυτικών έργων, αντί να κυματίζει σε πορείες διαμαρτυρίας ως σύμβολο της αποδόμησης του κοινωνικού συστήματος. 
Όποιος θέλει να ενισχύσει την Ευρώπη πρέπει να καταπολεμήσει τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή πιάνοντας τα μεγάλα ψάρια. Η διασφάλιση των δημοκρατικά νομιμοποιημένων και προβλεπόμενων από τον νόμο φορολογικών εσόδων του κράτους καθιστά δυνατή τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις νέες επενδύσεις. Όπου ασκείται από κοινού πίεση στην Ευρώπη μπορούμε να σημειώσουμε πρόοδο. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσουμε συντονισμένη δράση κατά του φορολογικού dumping, της φορολογικής απάτης και της φοροαποφυγής στην Ευρώπη.
Η κοινωνική αδικία και η οικονομική ανέχεια έχουν αποδυναμώσει την Ευρώπη. Η άνιση οικονομική ανάπτυξη στο εσωτερικό της ΕΕ σε συνδυασμό με τις δασκαλίστικες μομφές των βόρειων χωρών του ευρώ προς τον ευρωπαϊκό νότο έχουν οξύνει τις πολιτικές εντάσεις. Έπειτα ήρθε η εισροή προσφύγων πέρυσι η οποία μας βρήκε στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Εν μέσω μιας επί χρόνια υποβόσκουσας κρίσης εμπιστοσύνης προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, βρισκόμαστε τώρα αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική δοκιμασία της Ευρώπης από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Γερμανία φέρει το μεγαλύτερο βάρος
Η Γερμανία φέρει αναμφίβολα τους τελευταίους μήνες το μεγαλύτερο βάρος της υποδοχής και φροντίδας των προσφύγων. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή προσκαλέσαμε τους πάντες να έρθουν, αλλά είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ως μια από τις ισχυρότερες οικονομίες έχουμε γίνει ο μεγαλύτερος πόλος έλξης. Αλλά και οι πιο ισχυρές χώρες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν μια τέτοια πρόκληση μόνες τους. Κι εμείς διαπιστώνουμε τώρα ότι χρειαζόμαστε την πολιτική στήριξη των άλλων εταίρων μας στην ΕΕ και δεν είναι κακό να το παραδεχθούμε ανοιχτά.
Χρειαζόμαστε μια πιο ειλικρινή και έντιμη συζήτηση. Ο αποκλεισμός ενός κράτους μέλους από τον χώρο Σένγκεν ή η λήψη μέτρων για την de facto απομόνωσή του – όπως προτείνεται σήμερα για την Ελλάδα από συντηρητικούς κύκλους που προκρίνουν την ανέγερση φράχτη στα σύνορα με την ΠΓΔΜ – δεν είναι παρά απατηλές λύσεις που δηλητηριάζουν τη συζήτηση στην Ευρώπη. Δεν μπορεί κανείς έτσι απλά να επανακαθορίσει τα εξωτερικά όρια της Ευρώπης και μάλιστα ερήμην των θιγόμενων χωρών. Αντιθέτως, οφείλουμε να εργαστούμε εντατικά για την εφαρμογή των αποφάσεων που λάβαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να ενισχύσουμε πάλι την εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών μας: χρειαζόμαστε λοιπόν πλήρη καταγραφή, επαρκείς δυνατότητες στέγασης και συντεταγμένη κατανομή των προσφύγων.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή στην πολιτική μας για τους πρόσφυγες. Στην κρίση του ευρώ καταφέραμε – παρά τα προβλήματα – να αποσοβήσουμε τον κίνδυνο για την επιβίωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό κατέστη εφικτό  γιατί αντιληφθήκαμε την κρίση του ευρώ ως ευρωπαϊκή πρόκληση και επιδιώξαμε να δώσουμε ευρωπαϊκές απαντήσεις αντί να υποπέσουμε στον πειρασμό να ακολουθήσουμε μεμονωμένες εθνικές προσεγγίσεις. Μια τέτοια προσπάθεια για ευρωπαϊκή λύση είναι που
λείπει στην προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Δημιουργήσαμε ταμεία με δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών. Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για τη διάσωση των ανθρώπων;
Χρειαζόμαστε μια ανανέωση της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα συνδυάζει δυο ζητούμενα: την οικονομική ανάκαμψη της ΕΕ και την προθυμία όλων των κρατών μελών να μοιραστούν τα βάρη και να επιδείξουν αλληλεγγύη. Την καταπολέμηση της υπερβολικά
υψηλής ανεργίας και μια κοινή πολιτική για το άσυλο και τους πρόσφυγες. Όσο η Γερμανία ζητά περισσότερη αλληλεγγύη στη φιλοξενία των προσφύγων, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένη να επενδύσει περισσότερο στην ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ευρώπη, δεν θα μας βοηθήσει κανένας. Μόνο τα δυο αυτά ζητούμενα μαζί θα μας βγάλουν από το πολιτικό αδιέξοδο. 
Το προοίμιο των συνθηκών της Ρώμης αναφέρεται σε μια ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα αποσκοπεί στην «όλο και πιο στενή ένωση» μεταξύ των κρατών μελών. Η επιδίωξη της όλο και πιο στενής ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Με τις εκατέρωθεν μομφές και νουθεσίες όμως δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Είναι σημαντικό και αναγκαίο να θυμόμαστε τις ιστορικές εμπειρίες και τις επιτυχίες που είχε η Ευρώπη ενεργώντας από κοινού. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Αυτό που χρειαζόμαστε στην ουσία είναι
μια πολιτική η οποία θα δείχνει στους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους ότι η αλληλεγγύη και η συνοχή είναι προς όφελος όλων. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να λησμονούμε να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα του σεβασμού μεταξύ των εθνών της Ευρώπης. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψουμε στο παράδειγμα των πρωτεργατών της Ευρώπης και να εξασκηθούμε στην τέχνη της εξισορρόπησης των συμφερόντων. 
Ένας συμβιβασμός που ενδυναμώνει την Ευρώπη 
Οι πολίτες της Ευρώπης έχουνε κοινό, επιτακτικό συμφέρον να διαφυλάξουν την ακεραιότητα ολόκληρης της ΕΕ σε μια εποχή σκληρών δοκιμασιών. Η σοσιαλδημοκρατία από την πλευρά της υποστηρίζει ρητά τη θέση ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να αποβληθεί από το ευρώ ή τον χώρο Σένγκεν, ενώ θα αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα για να πείσει τους Βρετανούς να ψηφίσουν υπέρ της ΕΕ. 
Πιστεύουμε ότι αξίζει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να επιτύχουμε έναν συμβιβασμό με τη Βρετανία ο οποίος θα ενδυναμώσει την Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε οι επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις να μην οδηγήσουν σε εσωτερική αποδόμηση ή σε αδιέξοδο της ΕΕ. Δεν πρέπει να υπάρξει βέτο ενάντια στα επόμενα βήματα ολοκλήρωσης. Θεωρούμε όμως θεμιτό τον προσωρινό περιορισμό των κοινωνικών επιδομάτων ως μέσο για τον περιορισμό της προσχεδιασμένης μετανάστευσης από ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε άλλο. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να υπάρξει μόνιμη διάκριση εις βάρος πολιτών της ΕΕ που εργάζονται σε άλλο κράτος μέλος. Είναι εφικτή μια συμφωνία για το θέμα αυτό.
Στην Ευρώπη πρέπει να γίνεται λιγότερος λόγος για την αποτυχία και περισσότερος για την επιτυχία, διότι εξακολουθεί να αποτελεί μια συναρπαστική ιδέα συμβίωσης ανθρώπων και λαών. Η ευρωπαϊκή ιδέα θέτει το κοινό καλό πάνω από το ατομικό συμφέρον, την πολιτισμική ποικιλομορφία πάνω από την υποχρεωτική προσαρμογή, την ποιότητα ζωής πάνω από τη συγκέντρωση πλούτου, τη βιώσιμη ανάπτυξη πάνω από την αλόγιστη εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης. Κυρίως όμως η ευρωπαϊκή ιδέα θέτει τη
συνεργασία πάνω από τη μονομερή άσκηση εξουσίας. 
Η σοσιαλδημοκρατία τάσσεται με όλες τις πολιτικές της δυνάμεις υπέρ της προσπάθειας να προσφέρουμε σε αυτή τη μεγαλειώδη ιδέα μια καλή προοπτική για το μέλλον. Κι αυτό διότι αυτή η ιδέα αντανακλά εμάς τους ίδιους και τις θεμελιώδεις αξίες μας.

Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: