Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Νομοθετικό αστόχημα;

Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι στα εγκλήματα απιστίας κατά τραπεζών, η αυτεπάγγελτη ποινική διαδικασία δεν αγνοεί, αλλά, αντιθέτως, εξετάζει προς κάθε κατεύθυνση τους υφιστάμενους συναφείς εποπτικούς μηχανισμούς. Δεν μπορούν όμως οι τελευταίοι, σε καμιά περίπτωση, να υποκαθιστούν την Δικαιοσύνη, ούτε να εγείρεται εμμέσως ζήτημα προστασίας αυτών και των εποπτευομένων τους από την Δικαιοσύνη
Από την 1η Ιουλίου 2019 και μετά πολυετή εργασία της οικείας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ετέθη σε ισχύ ο νόμος 4619|11-6-2019. Πρόκειται για τον γνωστό ως νέο Ποινικό Κώδικα, που αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα όμοιον Κώδικα, μετά ενεργό και πολυκύμαντο βίο διάρκειας 68 ετών του τελευταίου.
Ως προϊόν μακράς μελέτης και συναφούς συλλογικής, από ειδικούς, επεξεργασίας ο νέος Κώδικας ευλόγως αναμενόταν να έχει, αν όχι μακρόν, όπως ο προϊσχύσας, τουλάχιστον ικανό χρόνο πρακτικής εφαρμογής του, στο πλαίσιο της οποίας θα εδοκιμάζετο η ορθότητα των προβλέψεών του και θα αναδεικνύονταν ενδεχόμενα σφάλματα και αδυναμίες του, που δεν αποκλείεται, άλλωστε, να εμφιλοχωρήσουν σε οποιοδήποτε νομοθέτημα.
Προβληματίζει και εγγίζει τα όρια της παραδοξότητας η εντός μόλις τετραμήνου, περίπου, επισυμβάσα τροποποίηση του συγκεκριμένου Ποινικού Κώδικα και του αντιστοίχου χρονικού βίου νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η, κατά τούτο, εντόνως σκεπτικιστική προσέγγιση της νομοθετικής λειτουργίας είναι ορθολογικώς αναπόφευκτη, ανεξαρτήτως προβαλλομένων σχετικώς αιτιολογιών, αφού και αυτές τίποτε άλλο δεν συνιστούν, παρά στοιχείο και συνιστώσα του παραπάνω σκεπτικισμού.
Δεν υπεραμυνόμαστε της ανυπαρξίας προβληματικών διατάξεων και της τελειότητας των προβλέψεων του νέου Ποινικού Κώδικα, που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2019. Ούτε προτιθέμεθα να αμφισβητήσουμε το δικαίωμα και την αρμοδιότητα περί το νομοθετείν ενός δημοκρατικού Κοινοβουλίου.
Δεν μπορούμε όμως να μην προσεγγίσουμε ενδοιαστικώς και με έντονη περίσκεψη την θεσπισθείσα κατ’ έγκλησιν δίωξη των κακουργηματικών μορφών απιστίας και εις βάρος νομικών προσώπων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η διατυπωθείσα θέση, κατά την οποίαν η ρύθμιση έχει ως αιτιολογία τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών, όπως συμβαίνει με τα περιουσιακά εγκλήματα στον ιδιωτικό τομέα, είναι προδήλως, και αν μη τι άλλο, τουλάχιστον άστοχη. Ταυτοχρόνως όμως είναι τελείως ασύμβατη με την πραγματική σημασία και τον καίριο ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην οικονομία της χώρας.
Την προσβολή του ατομικού εννόμου αγαθού την υφίσταται ο φορέας του τελευταίου και δεν την επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο, που στην περίπτωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καλείται να αναλάβει το κόστος και να πληρώσει, τελικώς, τα «σπασμένα». Σε εγκλήματα με καθολικές και καταλυτικές συνέπειες, το αυτεπάγγελτο της ποινικής διαδικασίας αποτελεί «όρον εκ των ων ουκ άνευ», αλλά, εν ταυτώ, δείκτη και καθρέφτη των αντανακλαστικών και των ευαισθησιών της οργανωμένης πολιτείας.
Δεν πρέπει να διαφεύγει, άλλωστε, ότι στα εγκλήματα απιστίας κατά τραπεζών, η αυτεπάγγελτη ποινική διαδικασία δεν αγνοεί, αλλά, αντιθέτως, εξετάζει προς κάθε κατεύθυνση τους υφιστάμενους συναφείς εποπτικούς μηχανισμούς. Δεν μπορούν όμως οι τελευταίοι, σε καμιά περίπτωση, να υποκαθιστούν την Δικαιοσύνη, ούτε να εγείρεται εμμέσως ζήτημα προστασίας αυτών και των εποπτευομένων τους από την Δικαιοσύνη.
Η κατ’ έγκληση δίωξη της κακουργηματικής απιστίας απετέλεσε, ίσως, την «ναυαρχίδα» των τελευταίων τροποποιήσεων του άρτι γεννηθέντος νέου Ποινικού Κώδικα. Είτε πρόκειται περί αστοχήματος, είτε περί σκοπιμότητας συγκεκριμένων στοχεύσεων, εκτιμούμε ότι επιβάλλεται η επάνοδος στα προϊσχύοντα. Αμεσα ή έμμεσα νομικά στεγανά, μάλλον προβλήματα δημιουργούν, παρά εισφέρουν. Η Δικαιοσύνη ορθολογίζεται έναντι πάντων και αξίζει την εμπιστοσύνη μας και όταν δεν ασχολείται με τους άλλους.

Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης - Aντεισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: