Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Περί αυτοκριτικής

Στην παράδοση που μας κληροδότησε η Τρίτη Διεθνής (η οποία, κατά τα ψέματα, φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σταλινισμού, οσοδήποτε διαθλασμένος κι αν εμφανίζεται), υπάρχει μια θεμελιώδης και διόλου αθώα παρανόηση σχετικά με την έννοια της αυτοκριτικής. Και είναι τόσο διαδεδομένη αυτή η παρανόηση ανάμεσά μας, ώστε χρειάζεται ώρες-ώρες να υπενθυμίζουμε ξανά και ξανά το προφανές, ακόμη και με τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε ότι παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες.
Ας ξε­κι­νή­σου­με λοι­πόν από το προ­φα­νές: Αυ­το­κρι­τι­κή δεν είναι ένα φτηνό υπο­κα­τά­στα­το της χρι­στια­νι­κής εξο­μο­λό­γη­σης, όπου ο πι­στός απα­ριθ­μεί τα κρί­μα­τά του και παίρ­νει την πο­λυ­πό­θη­τη άφεση αμαρ­τιών, ώστε με ξα­λα­φρω­μέ­νη τη συ­νεί­δη­ση να συ­νε­χί­σει να κάνει τα ίδια. Αυ­το­κρι­τι­κή, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν είναι η επί τρο­χά­δην πα­ρα­δο­χή ότι γε­νι­κώς και αο­ρί­στως «κά­να­με λάθη» ιδίως όταν μέσα από μια τέ­τοια πα­ρα­δο­χή επι­διώ­κου­με απλώς να κλεί­σου­με άρον άρον τη συ­ζή­τη­ση για τον πυ­ρή­να των πο­λι­τι­κών μας επι­λο­γών. Αυ­το­κρι­τι­κή, πρώτα απ’ όλα, είναι ο απα­ραί­τη­τος ανα­στο­χα­σμός πάνω στην αντι­στοί­χη­ση μέσων και σκο­πών –ή, για να το πούμε αλ­λιώς, πάνω στη σύν­δε­ση της τα­κτι­κής με τη στρα­τη­γι­κή. Μο­νά­χα ένας τέ­τοιος διαρ­κής και άγρυ­πνος ανα­στο­χα­σμός κα­θι­στά το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο ικανό όχι μόνο να κα­τα­γρά­φει ανά πάσα στιγ­μή τις επί μέ­ρους αστο­χί­ες, αλλά και να εντο­πί­ζει τη θε­ω­ρη­τι­κή και πρα­κτι­κή μήτρα απ’ την οποία αυτές εκ­πο­ρεύ­ο­νται.
Λα­θο­λο­γία και αυ­το­δι­καί­ω­ση vs αυ­το­κρι­τι­κή
Σε ολό­κλη­ρο το δι­ή­με­ρο της πα­νελ­λα­δι­κής δια­δι­κα­σί­ας της ΛΑΕ δεν υπήρ­ξε σχε­δόν ούτε μία το­πο­θέ­τη­ση, που να μην ξε­κι­νά­ει –και δι­καιο­λο­γη­μέ­να!– με τη δια­πί­στω­ση ότι «βγαί­νου­με από μια ήττα». Μια τέ­τοια δια­πί­στω­ση θα έπρε­πε από μόνη της να θέτει ως προ­φα­νές και κα­τε­πεί­γον το κα­θή­κον της αυ­το­κρι­τι­κής, προ­σω­πι­κής και συλ­λο­γι­κής. Στην πράξη όμως, ελά­χι­στες υπήρ­ξαν οι το­πο­θε­τή­σεις που αντα­πο­κρί­θη­καν σ’ αυτό το κα­θή­κον θέ­το­ντας επί τά­πη­τος τη διά­στα­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης, αιχ­μη­ρής, ου­σια­στι­κής και σε βάθος αυ­το­κρι­τι­κής. Αντι­θέ­τως, υπήρ­ξε πλη­θώ­ρα το­πο­θε­τή­σε­ων που, 71 χρό­νια μετά τα Δε­κεμ­βρια­νά και τη Βάρ­κι­ζα, επέ­μει­ναν (εν είδει πα­βλο­φι­κού αντα­να­κλα­στι­κού, θα έλεγε κα­νείς) ν’ ανα­πα­ρά­γουν το αυ­το­δι­καιω­τι­κό σχήμα της ηγε­τι­κής ομά­δας του τότε ΚΚΕ, υπο­στη­ρί­ζο­ντας πά­νω-κά­τω ότι «Η γραμ­μή ήταν σωστή, αλλά οι αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες δε μας επέ­τρε­ψαν να νι­κή­σου­με. Όταν αλ­λά­ξουν οι συν­θή­κες, η γραμ­μή θα δι­καιω­θεί και θα νι­κή­σου­με».
Μέσα σ’ αυτό το πλαί­σιο, γί­νε­ται κα­τα­νοη­τός ένας κά­ποιος εκνευ­ρι­σμός για τα ευ­ρή­μα­τα της πρώ­της με­τε­κλο­γι­κής δη­μο­σκό­πη­σης,  στην οποία φαί­νε­ται ότι οι συν­θή­κες έχουν αρ­χί­σει να αλ­λά­ζουν, εμείς όμως συ­νε­χί­ζου­με να μη νι­κά­με. Δύο μόλις μήνες μετά τις εκλο­γές και με δε­δο­μέ­νη την υλο­ποί­η­ση των δε­σμεύ­σε­ων του Μνη­μο­νί­ου ΙΙΙ, ήδη κα­τα­γρά­φε­ται με σα­φή­νεια η τα­χύ­τα­τη διά­λυ­ση των όποιων ψευ­δαι­σθή­σε­ων σχε­τι­κά με την κυ­βέρ­νη­ση Τσί­πρα, ενώ κα­θί­στα­ται εξί­σου σαφές ότι εντεί­νο­νται και επι­τα­χύ­νο­νται τα φαι­νό­με­να ρευ­στο­ποί­η­σης του πο­λι­τι­κού σκη­νι­κού. Την ίδια στιγ­μή όμως, και ενώ τα κα­θε­στω­τι­κά κόμ­μα­τα μπαί­νουν σε πε­ρί­ο­δο κρί­σης, η Αρι­στε­ρά (της ΛΑΕ συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης) δε φαί­νε­ται να παίρ­νει τα πάνω της. Αντί γι’ αυτό, η απα­ξί­ω­ση του πο­λι­τι­κού σκη­νι­κού προ­σλαμ­βά­νει κα­θο­λι­κές δια­στά­σεις, με την Αρι­στε­ρά να κα­τα­γρά­φε­ται κι αυτή ως μέρος του προ­βλή­μα­τος –κι αυτό είναι κάτι που κα­νο­νι­κά δεν έπρε­πε να χρεια­ζό­μα­στε τις δη­μο­σκο­πή­σεις για να το δούμε.
Όσοι επέ­λε­ξαν τη βο­λι­κή ερ­μη­νεία, που απο­δί­δει το κακό εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα απο­κλει­στι­κά (ή κατά κύριο λόγο) στο ότι η μνη­μο­νια­κή στρο­φή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν είχε κα­τα­γρα­φεί επαρ­κώς στη συ­νεί­δη­ση του κό­σμου, βρί­σκο­νται τώρα σε αμη­χα­νία να εξη­γή­σουν γιατί ο κό­σμος δεν αρ­χί­ζει να στρέ­φε­ται προς τα αρι­στε­ρά, τώρα που δια­λύ­ο­νται με ρα­γδαί­ους ρυθ­μούς οι όποιες ψευ­δαι­σθή­σεις. Έτσι, αντί ν’ αρ­χί­σουν ν’ ανα­ρω­τιού­νται μήπως υπάρ­χει κά­ποιο σφάλ­μα στο βα­σι­κό ερ­μη­νευ­τι­κό τους σχήμα, κά­ποιοι προ­τι­μούν –παλιά τους τέχνη κό­σκι­νο– να μι­λούν για στη­μέ­νες δη­μο­σκο­πή­σεις. Πε­ριτ­τό βέ­βαια να προ­σθέ­σου­με ότι η αμη­χα­νία του εν λόγω ερ­μη­νευ­τι­κού σχή­μα­τος θα γίνει ακόμη με­γα­λύ­τε­ρη στην κα­θό­λου απί­θα­νη πε­ρί­πτω­ση που η λαϊκή δυ­σα­ρέ­σκεια αρ­χί­σει να στρέ­φε­ται προς τα δεξιά, μόλις κάνει την εμ­φά­νι­σή του ένα κόμμα τύπου «σο­βα­ρής Χ.Α.», του­τέ­στιν μια εκ­δο­χή του μπερ­λου­σκο­νι­σμού α λα ελ­λη­νι­κά.
Από την άλλη μεριά, όσοι στρα­τευ­τή­κα­με στην υπό­θε­ση της ΛΑΕ, παρά τα πολλά και όχι ασή­μα­ντα προ­βλή­μα­τα που δια­βλέ­πα­με κι επι­ση­μαί­να­με από την αρχή, ίσως είναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή ν’ αρ­χί­σου­με επι­τέ­λους να θέ­του­με δη­μό­σια κά­ποια «ενο­χλη­τι­κά» ερω­τή­μα­τα. Και, πρώτα απ’ όλα, τα ερω­τή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με τη στάση της αρι­στε­ρής αντι­πο­λί­τευ­σης εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πριν και μετά τις 20 Ια­νουα­ρί­ου. Ας εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς: Η εκλο­γι­κή απο­τυ­χία της ΛΑΕ δε θα είχε προ­σλά­βει τέ­τοιες δια­στά­σεις, αν η αρι­στε­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αντί να πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ανού­σιες και άχα­ρες μάχες οπι­σθο­φυ­λα­κών, είχε τολ­μή­σει όλο το προη­γού­με­νο διά­στη­μα να δώσει το δικό της δια­κρι­τό στίγ­μα, και –κυ­ρί­ως!– αν είχε τολ­μή­σει ν’ αμ­φι­σβη­τή­σει έμπρα­κτα το «διευ­θυ­ντι­κό δι­καί­ω­μα» της περί τον Τσί­πρα ηγε­τι­κής ομά­δας. Χωρίς να μπαί­νου­με σε δίκη προ­θέ­σε­ων, η ατολ­μία αυτή οδη­γού­σε αντι­κει­με­νι­κά την εσω­κομ­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση σε ρόλο χρή­σι­μου ηλί­θιου (idiot utile) και αρι­στε­ρού άλ­λο­θι για τις επι­λο­γές της ηγε­σί­ας.
Επί τον τύπον των ήλων
Θα μπο­ρού­σα­με να πιά­σου­με το νήμα της αφή­γη­σης από πολύ παλιά. Ας ξε­κι­νή­σου­με από τα εσω­κομ­μα­τι­κά, που είναι και πιο ανώ­δυ­να. Τι να πρω­το­θυ­μη­θεί κα­νείς; Την πάγια τα­κτι­κή της κα­τά­θε­σης τρο­πο­λο­γιών και όχι χω­ρι­στών ει­ση­γή­σε­ων στα όρ­γα­να, τα­κτι­κή που εξ ορι­σμού οδη­γού­σε στην πε­ρί­που ομό­φω­νη υπερ­ψή­φι­ση των ει­ση­γή­σε­ων της ηγε­τι­κής ομά­δας; Την έκ­δη­λη (και σχε­δόν κω­μι­κή) αγω­νία μην τυχόν και χάσει το προ­ε­δρι­κό κέ­ντρο την πλειο­ψη­φία σε κά­ποια αμ­φίρ­ρο­πη συ­νε­δρί­α­ση της Κ.Ε.; Τη σκαν­δα­λώ­δη ανοχή στα αλ­λε­πάλ­λη­λα προ­ε­δρι­κά πρα­ξι­κο­πή­μα­τα, με κο­ρυ­φαίο πα­ρά­δειγ­μα τη νο­μι­μο­ποί­η­ση της πα­ρω­δί­ας του κατ’ ευ­φη­μι­σμόν διαρ­κούς συ­νε­δρί­ου, που απο­τέ­λε­σε την αψευ­δή έν­δει­ξη ότι ως κόμμα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είχε κα­τα­ντή­σει πλέον που­κά­μι­σο αδεια­νό; Ο κα­τά­λο­γος θα μπο­ρού­σε να τρα­βή­ξει σε μά­κρος, το μο­τί­βο όμως θα  πα­ρέ­με­νε κοινό.
Η μο­να­δι­κή λο­γι­κή εξή­γη­ση για όλα τούτα είναι ότι –ανε­ξάρ­τη­τα από το αν το συ­νει­δη­το­ποιού­σε ή όχι– η εσω­κομ­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση δεν επι­θυ­μού­σε σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση να γίνει πλειο­ψη­φία και ν’ απο­κτή­σει τον έλεγ­χο του κόμ­μα­τος. Δεν το επι­θυ­μού­σε, διότι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ούτε διέ­θε­τε, ούτε είχε τη φι­λο­δο­ξία ν’ απο­χτή­σει εναλ­λα­κτι­κό πο­λι­τι­κό σχέ­διο απέ­να­ντι στο προ­ε­δρι­κό κέ­ντρο. Η πα­ρα­πά­νω δια­πί­στω­ση δε δια­τυ­πώ­νε­ται ως ηθική μομφή. Αν μά­λι­στα θέ­λου­με να ακρι­βο­λο­γού­με, η στάση αυτή της εσω­κομ­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης ήταν μια στάση ηθικά άψογη. Η αμ­φι­σβή­τη­ση του «διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος» της ηγε­τι­κής ομά­δας και η διεκ­δί­κη­ση της πλειο­ψη­φί­ας μέσα στο κόμμα, για να μην εκ­πέ­σουν σε φρα­ξιο­νι­στι­κή πάλη χωρίς αρχές, προ­ϋ­πο­θέ­τουν την ύπαρ­ξη δια­κρι­τού πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου. Και τέ­τοιο σχέ­διο δεν υπήρ­ξε. Να γιατί, ιδίως μετά το Ιδρυ­τι­κό Συ­νέ­δριο, η εσω­κομ­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση, με τη μορφή της Αρι­στε­ρής Πλατ­φόρ­μας πλέον, βρέ­θη­κε να πε­ριο­ρί­ζε­ται σε μάχες οπι­σθο­φυ­λα­κών, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νη το γράμ­μα και το πνεύ­μα των συ­νε­δρια­κών απο­φά­σε­ων (τις οποί­ες πα­ρα­βί­α­ζε η πλειο­ψη­φία, που τις είχε ψη­φί­σει!), αλλά και το πε­ρι­βό­η­το «Πρό­γραμ­μα της ΔΕΘ» (η υλο­ποί­η­ση του οποί­ου προ­ϋ­πέ­θε­τε, όπως όλοι θυ­μό­μα­στε, κον­δύ­λια του… ΕΣΠΑ!).
Εκεί όμως που η απου­σία εναλ­λα­κτι­κού σχε­δί­ου κα­τέ­στη πα­σι­φα­νής ήταν μετά τις εκλο­γές του Ια­νουα­ρί­ου, όταν ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ανέ­λα­βε τη δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Είναι απο­ρί­ας άξιον τι στην ευχή πί­στευαν προ­βε­βλη­μέ­να στε­λέ­χη του Αρι­στε­ρού Ρεύ­μα­τος –και, γε­νι­κό­τε­ρα, προ­βε­βλη­μέ­να στε­λέ­χη που είχαν κρα­τή­σει απο­στά­σεις από το προ­ε­δρι­κό κέ­ντρο– όταν δέ­χτη­καν να ανα­λά­βουν κυ­βερ­νη­τι­κά πόστα. Αν πί­στευαν ότι θα μπο­ρού­σαν έτσι να επη­ρε­ά­σουν τη γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής, η στάση τους μόνο πο­λι­τι­κή αφέ­λεια προ­δί­δει. Πο­λι­τι­κή αφέ­λεια που δεν οφεί­λε­ται βέ­βαια σε κά­ποια απει­ρία, αλλά ακρι­βώς στην έλ­λει­ψη δια­κρι­τού πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου, το οποίο να έρ­χε­ται σε αντι­πα­ρά­θε­ση με το (ρητό και υπόρ­ρη­το) σχέ­διο της ηγε­σί­ας.
Ούτως εχό­ντων των πραγ­μά­των, και παρά τις καλές προ­θέ­σεις τους, τα συ­γκε­κρι­μέ­να στε­λέ­χη βρέ­θη­καν τε­λι­κά να χρε­ώ­νο­νται στη συ­νεί­δη­ση του κό­σμου το σύ­νο­λο της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής μέχρι τις 21 Αυ­γού­στου. Τι να πει κα­νείς και τι να πα­ρα­λεί­ψει σ’ αυτόν τον θλι­βε­ρό κα­τά­λο­γο; Την υπο­τα­γή στις με­θο­δεύ­σεις του προ­ε­δρι­κού κέ­ντρου σχε­τι­κά με την εκλο­γή ΠτΔ και την υπερ­ψή­φι­ση του Προ­κό­πη Παυ­λό­που­λου από το σύ­νο­λο της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ομά­δας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πλην μίας και μο­να­δι­κής τι­μη­τι­κής εξαί­ρε­σης; Τη σιγή ιχθύ­ος στο άκου­σμα των δε­σμεύ­σε­ων περί πλή­ρους και έγκαι­ρης εξυ­πη­ρέ­τη­σης του χρέ­ους; Την αξιο­θρή­νη­τη απο­λο­γη­τι­κή υπέρ του σα­ρώ­μα­τος των τα­μεια­κών δια­θε­σί­μων για την πλη­ρω­μή της δόσης στο ΔΝΤ; Την ανά­δει­ξη του ΕΝΦΙΑ σε πα­τριω­τι­κό κα­θή­κον; Την απορ­ρό­φη­ση σε ελάσ­σο­να θέ­μα­τα (π.χ. ο αλή­στου μνή­μης «αγω­γός από τη Ρωσία»), τη στιγ­μή που στις Βρυ­ξέλ­λες συ­νέ­βαι­ναν ση­μεία και τέ­ρα­τα; Την απου­σία αντι­δρά­σε­ων απέ­να­ντι στις πε­ρι­βό­η­τες 47+ σε­λί­δες, που απο­τε­λού­σαν ήδη την απο­δο­χή ενός νέου και κάθε άλλο παρά ήπιου Μνη­μο­νί­ου; Την αγω­νία μην τυχόν και πέσει μια κυ­βέρ­νη­ση, που είχε ήδη ρυ­μουλ­κη­θεί σε μνη­μο­νια­κή κα­τεύ­θυν­ση κι ετοι­μα­ζό­ταν να φέρει Μνη­μό­νιο προς ψή­φι­ση στη Βουλή; Τι συ­νι­στούν όλα αυτά, αν δε συ­νι­στούν από­δει­ξη της απου­σί­ας εναλ­λα­κτι­κού  πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου;
Και στο ση­μείο αυτό, εί­μα­στε πλέον σε θέση ν’ αφή­σου­με τις πραγ­μα­το­λο­γι­κές δια­πι­στώ­σεις και να πε­ρά­σου­με επι­τέ­λους στην ουσία: Οι δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας σε θέ­μα­τα όπως το χρέος, το ευρώ, το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα κλπ δε θα μπο­ρού­σαν από μόνες τους να συ­γκρο­τή­σουν δια­κρι­τό πο­λι­τι­κό σχέ­διο. Μο­λο­νό­τι δεν πρέ­πει να υπο­τι­μώ­νται, οι δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις αυτές σε καμία πε­ρί­πτω­ση δε θα μπο­ρού­σαν ν’ απο­τε­λέ­σουν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από απλές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις και πα­ραλ­λα­γές του πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου της ηγε­τι­κής ομά­δας. Ενός σχε­δί­ου που, παρά τα δια­κη­ρυ­κτι­κό ρι­ζο­σπα­στι­σμό του, πα­ρέ­μει­νε αδια­πραγ­μά­τευ­τα προ­ση­λω­μέ­νο στον ρε­φορ­μι­στι­κό ορί­ζο­ντα, που πε­ρι­γρά­φε­ται από το τρί­πτυ­χο «εκλο­γι­κι­σμός, κυ­βερ­νη­τι­σμός, κοι­νο­βου­λευ­τι­κός κρε­τι­νι­σμός».
Υπό τον αστε­ρι­σμό του συ­γκε­κρι­μέ­νου ρε­φορ­μι­στι­κού τρι­πτύ­χου, η ίδια η στο­χο­θε­σία για «Κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» (στο­χο­θε­σία απο­λύ­τως νό­μι­μη καθ’ εαυ­τήν, αλλά όχι υπό αυ­τούς τους όρους και μέσα σε αυτά τα συμ­φρα­ζό­με­να) κα­τέ­λη­ξε ανα­πό­φευ­κτα να ενα­πο­θέ­τει τα πάντα στο θέ­α­τρο σκιών της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής αντι­προ­σώ­πευ­σης. Για την κα­τάρ­γη­ση των Μνη­μο­νί­ων θε­ω­ρή­θη­κε αρ­κε­τή –αν είναι δυ­να­τόν!– η κα­τά­κτη­ση της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας, με οποιο­δή­πο­τε πρό­σφο­ρο μέσον. Αυτό υπήρ­ξε, αν θέ­λου­με να εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς, το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που προ­α­νήγ­γει­λε και την τε­λι­κή κα­τά­λη­ξη του όλου εγ­χει­ρή­μα­τος. Και είναι ζή­τη­μα εάν και κατά πόσον η αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα δεν φέρει κι αυτή τις δικές της ευ­θύ­νες για τούτο εδώ το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα.
Αντί επι­λό­γου: Οι όροι και οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις
Πολύς λόγος γί­νε­ται αυτή την εποχή στις γραμ­μές μας για τη στάση των στε­λε­χών μας στο συν­δι­κα­λι­στι­κό, για τη σχέση μας με το ΜΕΤΑ κλπ. Εκ πρώ­της όψεως, μοιά­ζει για μια συ­ζή­τη­ση που αφορά πρω­τί­στως τους συν­δι­κα­λι­στές μας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως μας αφορά όλους. Θα τολ­μού­σα μά­λι­στα να υπο­στη­ρί­ξω ότι η έκ­βα­ση αυτής της συ­ζή­τη­σης θ’ απο­τε­λέ­σει εξαι­ρε­τι­κά ου­σιώ­δες πρό­κρι­μα, με βα­ρύ­νου­σες συ­νέ­πειες για τη συ­νο­λι­κή φυ­σιο­γνω­μία της ΛΑΕ.
Στην ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ υπάρ­χει ένα ση­μείο κα­μπής, που για κά­ποιον πε­ρί­ερ­γο (ή μάλ­λον, όχι και τόσο πε­ρί­ερ­γο) λόγο έχου­με την τάση να το απω­θού­με στο συλ­λο­γι­κό μας υπο­συ­νεί­δη­το: Η πρώτη φορά που ακού­στη­κε το «δε συ­ντρέ­χουν οι όροι και οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις», δεν αφο­ρού­σε την κα­τάρ­γη­ση των Μνη­μο­νί­ων. Αφο­ρού­σε μια απερ­γία που δεν έγινε. Η πρώτη φορά που η ηγε­σία επέ­λε­ξε να αγνο­ή­σει την ηχηρή ετυ­μη­γο­ρία της βάσης, δεν αφο­ρού­σε το δη­μο­ψή­φι­σμα. Αφο­ρού­σε μια απερ­γία. Την ίδια απερ­γία. Την απερ­γία που δεν έγινε. Η πρώτη φορά που δυ­νά­μεις του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (προ­φα­νώς με την κά­λυ­ψη της ηγε­τι­κής ομά­δας, αλλά όχι μόνο της ηγε­τι­κής ομά­δας) επι­χεί­ρη­σαν να πα­ρου­σιά­σουν το άσπρο μαύρο, δεν αφο­ρού­σε ούτε τη συμ­φω­νία στις 20/2, ούτε την υπο­γρα­φή του Μνη­μο­νί­ου ΙΙΙ. Αφο­ρού­σε ξανά την ίδια απερ­γία. Την απερ­γία που δεν έγινε.
Γι’ αυτό και οι απο­φά­σεις μας σχε­τι­κά με το συν­δι­κα­λι­στι­κό θ’ απο­τε­λέ­σουν ση­μείο κα­μπής, όπου θα κρι­θεί στην πράξη ποια συ­μπε­ρά­σμα­τα έχου­με βγά­λει από την εμπει­ρία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και κατά πόσον εί­μα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να διαρ­ρή­ξου­με τις από δε­κα­ε­τί­ες σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νες σχέ­σεις μας με το τρί­πτυ­χο του εκλο­γι­κι­σμού, του κυ­βερ­νη­τι­σμού και του κοι­νο­βου­λευ­τι­κού κρε­τι­νι­σμού. Με άλλα λόγια, η στάση μας στο θέμα αυτό θ’ απο­τε­λέ­σει ένα πρώτο –αλλά πολύ ση­μα­ντι­κό– πρό­κρι­μα για το κατά πόσον εί­μα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να διαρ­ρή­ξου­με τις σχέ­σεις μας με τις πρα­κτι­κές εκ­φάν­σεις του από δε­κα­ε­τί­ες κλη­ρο­δο­τη­μέ­νου σε μας ρε­φορ­μι­σμού. Τα υπό­λοι­πα θα τα βρού­με στην πο­ρεία.

Σπύρος Σκαμνέλος 
Πηγή: rproject.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: