Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, ελεύθερη αγορά και Volksgeist

Η Ν.Δ. ως ζωντανός οργανισμός-βασικός εκφραστής του συντηρητισμού στη Μεταπολίτευση, διαχρονικά πατούσε σε δυο, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, βάρκες. Στον κοινωνικό συντηρητισμό του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και στην ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς (οικονομικός φιλελευθερισμός).
Ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις της εκλογικής πελατείας, έδινε έμφαση πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο του θεού Ιανού. Το αξιοπερίεργο, πάντως, είναι ότι στην ελληνική μεταπολιτευτική σκηνή σχεδόν πάντοτε υπήρχαν κόμματα της Άκρο- και Κεντρο- δεξιάς που εξέφραζαν με μεγαλύτερη θέρμη και ειλικρίνεια τους δυο αυτούς ιδεολογικούς άξονες (κοινωνική υπερδομή και οικονομική υποδομή με μαρξιστικούς όρους).
Το μικροαστικά συντηρητικό «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» εκφραζόταν πιο πιστά και δυναμικά από δυνάμεις της άκρας ή της λαϊκίστικης Δεξιάς, όπως η ΠΟΛ.ΑΝ του Σαμαρά, το ΛΑ.ΟΣ. του Καρατζαφέρη ή οι ΑΝ.ΕΛΛ. του Καμμένου.
Αντίθετα, ο φονταμενταλισμός της ελεύθερης αγοράς αποτελεί πλέον πεδίο δόξης λαμπρό για το ακραίο-φιλελεύθερο κέντρο (Ποτάμι, Δράση κ.τ.λ.), με πρώτο διδάξαντα στην πρακτική εφαρμογή του το εκσυγχρονιστικό μπλοκ στο σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη.
Για να εξηγηθεί η αξιοθαύμαστη εκλογική σταθερότητα (σε ποσοστά) της ΝΔ στη Μεταπολίτευση, δε νομίζω ότι αρκεί σαν εξήγηση η οικοδόμηση ενός πελατειακού δικτύου γαλάζιων παιδιών (εξάλλου, δεν υπήρχε κόμμα με μεγαλύτερο πελατειακό δίκτυο από το ΠΑΣΟΚ, κι όμως με το πρώτο Μνημόνιο καταποντίστηκε). Ούτε η διαπλοκή με τη μιντιακή, εφοπλιστική ή τραπεζική ολιγαρχία (πρόκειται για τομείς που είχε αλώσει επίσης η ιδεολογική ηγεμονία του πολυμήχανου ΠΑΣΟΚ κι όμως την ώρα της κρίσης αποδείχτηκε χάρτινος πύργος). 
Η μυστική συνταγή της διατήρησης υψηλών ποσοστών στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αυτή που ηττήθηκε στις χτεσινές, εσωκομματικές της εκλογές. Η κρυφή γοητεία του Καραμανλισμού. Το λίγο απ' όλα (και κοινωνικός συντηρητισμός και οικονομικός φιλελευθερισμός) υπό τη σκέπη ενός στοργικού εθνάρχη, ενός πεφωτισμένου ηγέτη που αγκαλιάζει και μόνο με το icon του όλα του τα τέκνα (από νεοφιλελεύθερους μέχρι ακροδεξιά σταγονίδια). 
Ένα σύμβολο κραταιάς παράδοσης, διαποτισμένο (αλά Savigny) με το Volksgeist των προαιώνιων εντολών του εθνάρχη-τοτέμ της παράταξης. Η a priori παραίτηση από την οικοδόμηση ενός κόμματος αρχών και η συσπείρωση γύρω από τον άκρως συναισθηματικό (και πλήρως ανορθολογικό) μεσσιανισμό του ενός (ή του οικογενειακού δέντρου του ενός).
Με την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, τόσο η κυβέρνηση του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ όσο και η χλιαρή αξιωματική αντιπολίτευση (βασικός παίκτης του χρεοκοπημένου μεταπολιτευτικού δικομματισμού) Ν.Δ. έχασαν, ο ήδη συρρικνωμένος πόλος του φιλελεύθερου κέντρου (ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Δράση) εξαφανίστηκε και με τη βούλα. 
Ο Τσίπρας, πλέον, παύει να θεωρείται το, ελλείψει αντιπάλου, υπεράνω ταξικών, ιδεολογικών και κομματικών διαφορών wonderkid-wannabe Εθνάρχης (εξ ου και η κυβερνητική συμπόρευση με τους ΑΝΕΛ και η ροπή προς τον καραμανλισμό), καθώς βρίσκει στις ταξικά μεροληπτικές πολιτικές του Μνημονίου, τις οποίες βαφτίζει «αναγκαίο κακό», έναν πολιτικό αντίπαλο, ο οποίος τις θεωρεί «αναγκαίο καλό» για τη χώρα και μοναδικό τρόπο για την έξοδό της από την κρίση.
Ίσως, πάντως, η εκλογή του πιο αυθεντικού εκφραστή της μνημονιακής πολιτικής να ενεργοποιήσει κινηματικά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της εν υπνώσει Αριστεράς, μετά τη μεγάλη ήττα με την τραγική διαχείριση του εκκωφαντικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και την άνευ όρων συνθηκολόγηση με τον ιδεολογικό αντίπαλο.
Άλλωστε, ο Μητσοτάκης είναι το αγαπημένο παιδί της νομενκλατούρας της Ευρωζώνης, η οποία έχοντας διαθέσιμη στη φαρέτρα της μια χρυσή εφεδρεία θα σκληρύνει ακόμη περισσότερο την παράλογη στάση της στην (κοινοβουλευτικά εύθραυστη και ιδεολογικά συγχυσμένη) συγκυβερνώσα πλειοψηφία.
Εξάλλου, καλύτερος εφαρμοστής του Μνημονίου από τον Κυριάκο Μητσοτάκη (συνεπικουρούμενο από τον «δε θα μου κλέψει εμένα τη δόξα ο Τόμσεν» Άδωνι) δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί. Ίσως είναι καιρός, συνεπώς, να προκύψει κι από την Αριστερά ένα κόμμα αρχών, καθώς μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ευδοκιμούν δυο προσωπολατρικά ζιζάνια, δυο παραδείγματα φετιχισμού του νομίσματος προς αποφυγή, ο “πάση θυσία στο ευρώ” νεομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ και η “πάση θυσία σε εθνικό νόμισμα”  εθνολαϊκίστικη ΛΑΕ.
Η Ν.Δ. γίνεται επιτέλους κόμμα αρχών (αν φυσικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης εννοεί τα όσα διακηρύσσει, γιατί πόσο αντικρατιστής να θεωρηθεί κάποιος που από θέση πολιτικής ευθύνης, βουλευτής, φέρεται να πρωταγωνίστησε σε ένα μεγαλειώδες έπος του εγχώριου μαφιόζικου, κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, Siemens και πόσο μεταρρυθμιστής όταν από άλλη θέση πολιτικής ευθύνης, υπουργός Εσωτερικών, απέλευε χωρίς αξιολόγηση, στην τύχη δημοσίους υπαλλήλους για να βγουν τα νούμερα και να πάρουμε τη δόση από την Τρόικα). 
Σίγουρα, πάντως, είτε τα εννοεί πραγματικά είτε όχι, συγκρούεται με τη βασική δεξαμενή άντλησης ψήφων της ΝΔ στη διαχρονικότητά της, τον μεσσιανικό καραμανλισμό, και είναι άγνωστο αν το χάσμα μεταξύ των καραμανλικών και των νεοφιλελεύθερων είναι εφικτό να γεφυρωθεί.
Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη παγίδα-πειρασμός για τον «καραμανλικό» Τσίπρα, να προσπαθήσει να γίνει το νέο τοτέμ του νεομνημονιακού εθνολαϊκισμού, για να προσεταιριστεί ψήφους της «λαϊκής Δεξιάς», εκμεταλλευόμενος την προσωπολατρία του μέσου Έλληνα, μικροαστού ψηφοφόρου, της αδήριτης ανάγκης του να ψάχνει εναγωνίως για σωτήρες που θα φροντίσουν για το μέλλον του.
Όσο για τον ιδεολογικό ηγεμόνα της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και το συστημικό «κόμμα των αρίστων» (Ποτάμι), μετά την εκλογή Μητσοτάκη, παύουν να έχουν λόγο ύπαρξης. Η ιδεολογική γύμνια της σοσιαλδημοκρατίας αποκαλύφθηκε κατά την περίοδο της εξάμηνης διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ (απροκάλυπτη στήριξη του εκβιασμού της ευρωπαϊκής τεχνοκρατικής ελίτ, της πιο εκδικητικής εκδοχής της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας), κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα με την άκρατη κινδυνολογία και την απροκάλυπτη στήριξη του «Μένουμε Ευρώπη» από το σύνολο των αμαρτωλών media κι απέβαλε κάθε προσχηματικό φύλλο συκής κατά την περίοδο των εσωκομματικών διεργασιών της Ν.Δ., με την αποθεωτική υποδοχή της υποψηφιότητας Μητσοτάκη. Εξάλλου, κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, η σοσιαλδημοκρατία να αποτελεί την ουρά του νεοφιλελευθερισμού.
Με το που έφυγε από τη ζωή το δικό του τοτέμ, ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ μετεξελίχθηκε σε κόμμα αρχών (παρά τις τοτεμικές αναφορές-συναισθηματισμούς των παπανδρεϊκών ψηφοφόρων του), ακολουθώντας υπό την ηγεσία του Σημίτη, το δρόμο του Μπλερ, του Κλίντον, του Σρέντερ και τόσων άλλων σοσιαλδημοκρατών που γοητεύτηκαν από τον «Τρίτο Δρόμο» του Γκίντενς και εφάρμοσαν με μεγαλύτερη θέρμη από τα συντηρητικά κόμματα τις πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς κεφαλαίων και εργασίας που εγκαινίασαν ο δικτάτορας Πινοσέτ και υπό κοινοβουλευτικό μανδύα η Θάτσερ στη Μ. Βρετανία και ο Ρίγκαν στις Η.Π.Α. 
Η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου μετά το προεκλογικό πυροτέχνημα «λεφτά υπάρχουν», η συγκυβέρνηση με την ακροδεξιά του Σαμαρά και η διαπόμπευση οροθετικών γυναικών από σημαίνον στέλεχος του άλλοτε κραταιού Κινήματος εκμηδένισε τις διαφορές με τον άλλοτε μεγάλο πολιτικό αντίπαλο. Άρα, οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δε νομίζω να στενοχωρηθούν και ιδιαίτερα για την ενσωμάτωση στο κόμμα Μητσοτάκη.
Εξάλλου, το «εκσυγχρονιστικό μπλοκ» με ζηλοφθονία ή αυτοκριτική διάθεση, βλέπει τον μεγάλο του αντίπαλο στο αλλοτινό του Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ πρόσωπο, στους πάλαι ποτέ “συντρόφους στον αγώνα για το σοσιαλισμό”, στο βαθύ, συντεχνιακό ΠΑΣΟΚ που έχει απλώσει τα πλοκάμια του στον κρατικό μηχανισμό και καταλαμβάνει οφίτσια με τη σημαία ευκαιρίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Συμπερασματικά, μακάρι όλα τα κόμματα στην Ελλάδα να μετεξελιχθούν σε κόμματα αρχών, μακάρι σε μια απολιτίκ εποχή, που μέχρι κι ο γραφικός Λεβέντης λαμβάνει θέση ρυθμιστή της πολιτικής ζωής του τόπου, οι ιδεολογικές διαφορές να δώσουν ζωή σε μια απονεκρωμένη πολιτική σκηνή, πνοή σε μια απαθή συμπεριφορά του πολίτη-καταναλωτή πολιτικών προϊόντων.
Με όλες του τις (οικογενειακές, μικροπολιτικές, κομματικές) δεσμεύσεις με το παρελθόν, η εκλογή Μητσοτάκη (παρά τις αγεφύρωτες πολιτικές διαφωνίες επί των ιδεολογικών αξόνων και της μέχρι τώρα πολιτικής του διαδρομής) είναι ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ελπίζω και τα υπόλοιπα κόμματα (ιδιαίτερα τα πιο συγγενή σε όσα πιστεύω) να πάρουν το μήνυμα και να πάψουν να επενδύουν στη δημαγωγία, στην εξουσιομανία, στο μεσσιανισμό του δαφνοστεφανωμένου ηγέτη και να πάρουν στα σοβαρά υπόψη τις (υπαρκτές) ιδεολογικές διαφορές και τον σεβασμό προς τους θεσμούς-basics της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Εξάλλου, οι θεσμοί (όπως τα πολιτικά κόμματα) μπορεί να νοηματοδούνται από τα πρόσωπα, αλλά επουδενί λόγω δεν πρέπει να ταυτίζονται με αυτά, αποτελούν την εφαρμοσμένη ουτοπία, συνδέουν αναπόσπαστα ηθικοπολιτικές αξίες, κοσμοαντιλήψεις περί ορθού και αγαθού με τα διδάγματα της παρελθούσας πραγματικότητας, την τέχνη του εφικτού στο παρόν και τις προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: