Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Μαρξ και ο φιλελευθερισμός

Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και από την κρίση των εναλλακτικών προς αυτόν πολιτικών θεωριών σοσιαλιστικής ή ριζοσπαστικής έμπνευσης, μπορεί να είναι ωφέλιμο να ξαναδιαβάσουμε ορισμένες πλευρές της μαρξικής κριτικής στον φιλελευθερισμό, προκειμένου να κατανοήσουμε αν αυτή μπορεί να έχει σήμερα μια εγκυρότητα και κυρίως για να καταλάβουμε ποια είναι τα ισχυρά και ποια τα αδύναμα σημεία της.
Πριν όμως αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, είναι αναγκαία μια διευκρίνιση: θα ήταν εντελώς εσφαλμένο να θεωρήσουμε τον Μαρξ απλώς ως έναν εχθρό του φιλελευθερισμού· αντιθέτως, χρειάζεται να θυμίσουμε ότι η παρουσία αυθεντικά φιλελεύθερων θεμάτων είναι μια σταθερά που διαπερνά όλη τη σκέψη του, αν και στις διάφορες φάσεις εκφράζεται με εξαιρετικά διαφορετικούς τρόπους.
Η πολιτική εμπειρία του Μαρξ, όπως είναι γνωστό, αρχίζει ακριβώς με το γνώρισμα του φιλελευθερισμού. Στα άρθρα που δημοσιεύει στην «Εφημερίδα του Ρήνου», μεταξύ του Μαΐου του 1842 και του Μαρτίου του 1843, ο νεαρός φιλόσοφος στρατεύεται σε τυπικά φιλελεύθερες μάχες όπως εκείνες για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, εναντίον της λογοκρισίας, για την αυτονομία του κράτους και τον κοσμικό του χαρακτήρα σε σχέση με τα θρησκευτικά δόγματα.
Η ελευθερία, γράφει ο Μαρξ παρεμβαίνοντας στη συζήτηση για τη λογοκρισία, ταυτίζεται πλήρως με την ουσία του ανθρώπου. Επιπλέον, υπερασπιζόμενος την ελευθερία του Τύπου, ο Μαρξ υπογραμμίζει (εμφανιζόμενος έτσι, παρά τη νεαρή ηλικία του, ως εξαίρετος δάσκαλος του φιλελευθερισμού) ότι «κάθε μορφή ελευθερίας προϋποθέτει τις άλλες, όπως κάθε μέλος του σώματος προϋποθέτει τα άλλα. Κάθε φορά που τίθεται υπό αμφισβήτηση μια ορισμένη ελευθερία, είναι η ίδια η ελευθερία που αμφισβητείται». Ακόμα και όταν ο Μαρξ θα έχει εγκαταλείψει τον νεανικό του φιλελευθερισμό, μια φιλελεύθερη φλέβα θα συνεχίσει να αιματώνει ορισμένες πλευρές της σκέψης του.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, την κριτική στο «βαρύ», υπερτροφικό και γραφειοκρατικό κράτος που ο Μαρξ αναπτύσσει στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία», ή ένα άλλο θέμα που μερικές φορές παραγνωρίζεται: ο Μαρξ δεν περιφρονεί διόλου τις «αρνητικές ελευθερίες» του φιλελευθερισμού.
Στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», ασκώντας κριτική στο «κράτος εκπαιδευτή» που υποστήριζαν οι οπαδοί του Λασάλ, τονίζει ότι «καθένας πρέπει να μπορεί να ικανοποιεί τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις υλικές του ανάγκες χωρίς να χώνει τη μύτη της η αστυνομία».
Οπως γίνεται φανερό και από τον τόνο αυτών των γραμμών, ο Μαρξ θεωρεί τις φιλελεύθερες αρνητικές ελευθερίες ως κάτι που θα έπρεπε να είναι (αν και συχνά δεν είναι) ένα προφανές και εξασφαλισμένο δεδομένο, αλλά και ως μια διάσταση που παραμένει εντελώς περιορισμένη και ανεπαρκής αν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να επιδιώξουμε μια ουσιαστική απελευθέρωση από όλες τις μορφές υποδούλωσης.
Λίγους μήνες μετά τις φιλελεύθερες μάχες που διεξήγαγε με την «Εφημερίδα του Ρήνου», ο Μαρξ δίνει μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη του, η οποία τον οδηγεί στη ριζική κριτική των φιλελεύθερων δικαιωμάτων που αναπτύσσεται στο «Εβραϊκό ζήτημα».
Το θεμελιώδες σημείο, στο κείμενο του 1843, φαίνεται να είναι εκείνο που αφορά την αντίληψη του ανθρώπου που βρίσκεται στη βάση της φιλελεύθερης θεωρίας, η οποία, όπως φαίνεται στις Διακηρύξεις των δικαιωμάτων της Γαλλικής Επανάστασης και όπως ήδη συνέβαινε στον φιλελευθερισμό του Λοκ, προσδιορίζει ως θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ουσιαστικά την ελευθερία, την ασφάλεια και την ιδιοκτησία.
Σύμφωνα με τον Μαρξ του «Εβραϊκού ζητήματος», το βασικό όριο του φιλελευθερισμού έγκειται ουσιαστικά στο γεγονός ότι υιοθετεί μια απομονωτική και ατομικιστική αντίληψη του ατόμου, το οποίο θεωρείται μια «μονάδα που βασίζεται στον εαυτό της».
Εκκινώντας ακριβώς από αυτή την κριτική παρατήρηση, ο Μαρξ μπορεί να γράφει ότι «κανένα από τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου δεν υπερβαίνει επομένως τον εγωιστή άνθρωπο, τον άνθρωπο στο μέτρο που είναι μέλος της κοινωνίας πολιτών, δηλαδή άτομο αναδιπλωμένο στον εαυτό του, στο ιδιωτικό του συμφέρον και στην ιδιωτική του βούληση, και απομονωμένο από την κοινότητα».
Με δυο λόγια, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, «ολόκληρη η κοινωνία υπάρχει μόνον για να εγγυάται σε καθένα από τα μέλη της τη διατήρηση του προσώπου του, των δικαιωμάτων του και της ιδιοκτησίας του».
Νομίζω ότι αυτός ο μαρξικός στοχασμός εκτίθεται βασικά σε δύο τύπους κριτικής, οι οποίοι εξάλλου σε μεγάλο βαθμό συγκλίνουν: από τη μια μεριά αυτός φαίνεται να υποτιμά ριζικά το θέμα του αναγκαίου διαχωρισμού των ατόμων, το ότι είναι πάντα φορείς συγκρουόμενων συμφερόντων και από αυτή τη σύγκρουση γεννιέται ακριβώς η ανάγκη δικαιωμάτων που θα προστατεύουν τις θεμιτές σφαίρες ατομικής αυτονομίας.
Από την άλλη μεριά αυτός φαίνεται να προϋποθέτει μια ολιστική ή και κοινοτιστική έννοια της κοινωνικότητας, όπου τα άτομα βρίσκουν στην ελευθερία του άλλου όχι πλέον ένα όριο, αλλά, ούτε λίγο-ούτε πολύ, την πραγμάτωση της δικής τους ελευθερίας. Κριτικές αυτού του τύπου στον μαρξικό αντιφιλελευθερισμό έχουν σίγουρα τους βάσιμους λόγους τους.
Ισως όμως αυτές δεν αντιλαμβάνονται εκείνον που, κατά τη γνώμη μου, είναι ο ορθολογικός πυρήνας αυτού του αντιφιλελευθερισμού. Θα προσπαθήσω να τον διατυπώσω συνοπτικά.
Το αληθινό τυφλό σημείο του φιλελευθερισμού, η φαινομενικά πρόδηλη αλλά στην πραγματικότητα συζητήσιμη προϋπόθεσή του είναι η ιδέα ότι οι κοινωνικοί κανόνες, οι ρυθμιστικές αρχές που αποτελούν τη βάση της πολιτισμένης συμβίωσης οφείλουν να έχουν ως πρωταρχικό αν όχι μοναδικό τους στόχο να εξασφαλίζουν διευθετημένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ξένων που μπορεί να βλάψουν ο ένας τον άλλον. Και ότι αντίθετα δεν οφείλουν να έχουν ως πρωταρχικό τους σκοπό να εγγυώνται με τον καλύτερο τρόπο την ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών και την κατάκτηση της μεγαλύτερης δυνατής ευημερίας για όλους.
Το βαθύτερο σημείο, που ο Μαρξ δεν κατορθώνει να συλλάβει ρητά, αλλά που η κριτική του κατά κάποιον τρόπο φωτίζει, είναι ότι η φιλελεύθερη σκέψη συγκαλύπτει εκείνο που και για την αρχαία πολιτική φιλοσοφία υπήρξε πάντα η θεμελιακή πλευρά της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή ότι οι άνθρωποι ζουν μαζί για να απολαύσουν μια καλύτερη ζωή.
Το θεμελιακό σημείο βρίσκεται ακριβώς εδώ: ο νεότερος αστικός πολιτικός φιλελευθερισμός, ερχόμενος σε ρήξη με μια δισχιλιετή παράδοση, δεν θεωρεί πλέον την κοινωνία ως μια εργασιακή συνεργασία για την καλύτερη ικανοποίηση όλων, αλλά αντίθετα την αντιλαμβάνεται ως μια σχέση μεταξύ ξένων που μπορεί να βλάψουν ο ένας τον άλλον, η οποία δεν γεννιέται για να ικανοποιεί τις ζωτικές ανάγκες του καθένα, αλλά για να εγγυηθεί την απόλαυση των αγαθών του, που αυτός έχει φροντίσει μόνος του να προσποριστεί. […]
***********
Ο Στέφανο Πετρουτσιάνι είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης. Το ακόλουθο κείμενό του είναι απόσπασμα εισήγησής του σε συμπόσιο που οργάνωσε το ιταλικό περιοδικό Critica Marxista.

Δεν υπάρχουν σχόλια: