Αντί να δει στον εναλλακτικό τουρισμό μια ευκαιρία βιώσιμης ανάπτυξης, η πολιτεία επιλέγει τον αποκλεισμό, αποκαλύπτοντας τη μικρονοϊκή, φοβική της νοοτροπία.
Υπάρχει μια ανεξήγητη εχθρότητα στο βλέμμα του σύγχρονου νομοθέτη απέναντι στην ιδέα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας με την έννοια της συνταγματικής αρχής, αλλά της ελευθερίας στην πράξη: να μπορείς να ταξιδέψεις, να σταματήσεις για ένα βράδυ δίπλα σε μια ακτή, να ξυπνήσεις σ’ ένα ορεινό ξέφωτο, να ακούσεις τον τόπο αντί να σου τον επιβάλλουν. Αυτή η ελευθερία, που εκφράζεται εδώ και δεκαετίες μέσα από το τροχόσπιτο ή το αυτοκινούμενο όχημα, αντιμετωπίζεται πλέον στην Ελλάδα ως απειλή.
Ο νέος σχετικός νόμος, με πρόφαση την «οργάνωση» και την «προστασία του περιβάλλοντος», έρχεται ουσιαστικά να απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία και διανυκτέρευση αυτών των οχημάτων εκτός οργανωμένων υποδομών. Όχι γιατί βλάπτουν, αλλά γιατί δεν υπάγονται στο εμπορικό μοντέλο που έχει προκριθεί. Δεν συνεισφέρουν επαρκώς στον τζίρο των «σωστών» επαγγελματιών. Δεν πειθαρχούν στην κανονικότητα της μαζικής τουριστικής βιομηχανίας, εκεί όπου ο επισκέπτης είναι πρωτίστως πελάτης και δευτερευόντως άνθρωπος.
Δεν πρόκειται για ρύθμιση. Πρόκειται για ιδεολογική αποστροφή προς οτιδήποτε θυμίζει αυτονομία. Και είναι αποκαλυπτικό ότι το κράτος δεν ανησυχεί τόσο για τα εκατοντάδες χιλιάδες παράνομα ενοικιαζόμενα που υποβαθμίζουν κάθε γειτονιά και κάθε βουνό, όσο για τον έναν μοναχικό ταξιδιώτη που σταμάτησε με το βαν του σε ένα ερημονήσι.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι νομικό. Είναι βαθύτατα πολιτισμικό: Τι κοινωνία χτίζουμε όταν διώκουμε τον άνθρωπο που θέλει να απολαύσει τον τόπο, χωρίς να τον αγοράσει;
Το νομικό κυνήγι της ελεύθερης στάθμευσης
Με το νέο νόμο για τη ρύθμιση της υπαίθριας διαμονής με τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα, το ελληνικό κράτος επιλέγει για ακόμη μια φορά τη λύση της ποινικοποίησης αντί του εξορθολογισμού. Αντί να θεσπίσει κανόνες λειτουργίας και πλαίσιο συμβίωσης για μια ήδη υπαρκτή και αυξανόμενη κοινότητα ταξιδιωτών, εισάγει ένα καθεστώς γενικευμένης απαγόρευσης, απειλώντας με εξοντωτικά πρόστιμα και αφαίρεση στοιχείων κυκλοφορίας. Πρόκειται για έναν νομικό αναχρονισμό που προσβάλλει κάθε έννοια αναλογικότητας και πολιτισμένης διοίκησης.
Η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στην πρόβλεψη ότι η στάθμευση και προσωρινή διαμονή με αυτοκινούμενο όχημα «εκτός οργανωμένων δομών» συνιστά διοικητική παράβαση. Ο ορισμός είναι σκόπιμα ασαφής, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για κατάχρηση εξουσίας. Τι σημαίνει ακριβώς «διαμονή»; Πόσες ώρες ισοδυναμούν με «παραμονή»; Αρκεί η ύπαρξη κουζίνας ή κρεβατιού στο όχημα για να θεωρηθεί κάποιος παράνομος; Με αυτές τις θολές διατυπώσεις, ένα όχημα τύπου camper μπορεί να θεωρηθεί παράνομο ακόμη κι όταν είναι απλώς σταθμευμένο.
Σε απόλυτη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία ή η Σλοβενία – όπου υπάρχουν σαφείς περιοχές για overnight στάθμευση, χωρίς κατασταλτική πρόθεση – η Ελλάδα επιλέγει την καταστολή. Οι αρχές δεν ενδιαφέρονται για τη δημιουργία στοιχειωδών υποδομών ή για την αξιοποίηση ενός ήπιου, βιώσιμου και ανεξάρτητου μοντέλου τουρισμού. Προτιμούν να διώξουν, να φοβίσουν, να «καθαρίσουν» τα τοπία όχι από σκουπίδια αλλά από τους ανθρώπους που τα πλησιάζουν με μεγαλύτερο σεβασμό από κάθε άλλον.
Το αποτέλεσμα είναι ένα τοπίο νομικής ανασφάλειας και θεσμικής βίας απέναντι στον πολίτη που δεν ανήκει στο «μοντέλο» του οργανωμένου τουρίστα-πελάτη. Το κράτος δεν θεσπίζει όρους συμβίωσης. Στήνει καρτέρι.
Τουρισμός χωρίς τουρίστες: Η παρωχημένη εμμονή με το «προϊόν»
Η Ελλάδα, χώρα που θα μπορούσε να είναι διεθνές πρότυπο ήπιου τουρισμού, μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε επιθετικό πωλητή ενός ξεθωριασμένου προϊόντος. Για τους εμπνευστές του νόμου, ο τουρίστας δεν είναι φιλοξενούμενος, δεν είναι ταξιδιώτης, δεν είναι άνθρωπος με ανάγκη για επαφή με τον τόπο και τη φύση. Είναι πελάτης που πρέπει να διοχετευθεί μέσα από συγκεκριμένα κανάλια: ξενοδοχεία, οργανωμένα κάμπινγκ, θεσμοθετημένους χώρους υψηλής απόδοσης ΦΠΑ - οποίος δεν ξέρουμε καν αν καταβάλλεται.
Σε αυτή την αντίληψη, κάθε εναλλακτική μορφή διαμονής θεωρείται αυτομάτως ύποπτη. Όχι επειδή προκαλεί προβλήματα – δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να δείχνουν ότι τα αυτοκινούμενα και τα τροχόσπιτα επιβαρύνουν το περιβάλλον περισσότερο από ένα γεμάτο resort. Αλλά επειδή διαφεύγουν από το εμπορικό πλέγμα που οι αρμόδιοι θεωρούν ως το μόνο θεμιτό.
Η ιδέα ότι ο τουρισμός μπορεί να είναι και προσωπική εμπειρία, και ελευθερία, και αυθορμητισμός – ότι μπορεί να περιλαμβάνει ξυπνήματα δίπλα στη θάλασσα χωρίς δελτία check-in – δεν χωράει στην κρατική φαντασία. Κι όμως, η Ευρώπη έχει προχωρήσει: από τη Σκανδιναβία μέχρι την Ισπανία, έχουν δημιουργηθεί ειδικά σημεία στάθμευσης για αυτοκινούμενα με χαμηλό ή μηδενικό κόστος, με τουριστική και περιβαλλοντική μέριμνα.
Η Ελλάδα, αν και εξαρτημένη από τον τουρισμό, αρνείται να κατανοήσει την αξία της εμπειρίας. Αντί να αναδείξει τη δυνατότητα για μια ήπια, υπεύθυνη, βιωματική προσέγγιση του ταξιδιού, επιμένει να σκέφτεται σαν ξενοδόχος δεκαετίας ’80, που ενοχλείται όταν οι πελάτες δεν τρώνε από το μπουφέ του. Αυτή η μικροπρέπεια, μεταμφιεσμένη σε νομοθετική «τάξη», προδίδει βαθιά αδυναμία να κατανοηθεί ο τουρισμός ως πολιτισμικό φαινόμενο και όχι απλώς ως ευκαιρία ταμειακής είσπραξης.
Ένας νόμος που ποινικοποιεί την ελευθερία – και εκθέτει τη χώρα
Ο νέος νόμος δεν είναι απλώς μια γραφειοκρατική ρύθμιση. Είναι μια ηχηρή δήλωση του πώς βλέπει το ελληνικό κράτος τον πολίτη και τον επισκέπτη: όχι ως ελεύθερο άνθρωπο, αλλά ως στόχο ρύθμισης, ελέγχου και είσπραξης. Η απαγόρευση της ελεύθερης στάθμευσης για διαμονή σε αυτοκινούμενα οχήματα, υπό την απειλή βαριών προστίμων, δεν αντιμετωπίζει κανένα πραγματικό πρόβλημα, δημιουργεί όμως ένα – και είναι τεράστιο.
Ποινικοποιεί ένα τρόπο ταξιδιού που βασίζεται στην αυτάρκεια, στη χαμηλή όχληση, στην ήπια παρουσία. Χτυπά κυρίως ανθρώπους που έχουν επιλέξει μια διαφορετική προσέγγιση ζωής και ταξιδιού – και είναι κατά κανόνα περισσότερο ευαισθητοποιημένοι απέναντι στη φύση και στον πολιτισμό του τόπου που επισκέπτονται, σε σύγκριση με τον μέσο τουρίστα του all inclusive.
Αυτό που υπονοεί – και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει – είναι να εκδιώξει αυτήν την κατηγορία επισκεπτών από την Ελλάδα. Να τους ωθήσει στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, σε χώρες που έχουν αντιληφθεί ότι ο τουρισμός του τροχόσπιτου και του camper δεν είναι απειλή. Είναι ευκαιρία: για αποκέντρωση του τουρισμού, για ανάδειξη λιγότερο προβεβλημένων περιοχών, για μια πιο ποιοτική σχέση μεταξύ ταξιδιώτη και τόπου.
Η Ελλάδα δεν κάνει απλώς λάθος. Ξεγυμνώνεται. Δείχνει ότι δεν την ενδιαφέρει η βιώσιμη ανάπτυξη, ούτε ο σεβασμός στην επιλογή ζωής του άλλου. Λειτουργεί σαν ένα άλλο κρεβάτι του Προκρούστη – και όποιος δεν ταιριάζει στο καλούπι, καλείται να πληρώσει ή να φύγει.
Η μικροψυχία ως στρατηγική
Οι εμπνευστές αυτού του νομοσχεδίου δεν σκέφτονται ως πολιτικοί του 21ου αιώνα. Ούτε καν ως σοβαροί επιχειρηματίες. Δεν βλέπουν στρατηγικά, δεν αναγνωρίζουν τάσεις, δεν κατανοούν αξίες. Αντιθέτως, δρουν με τη νοοτροπία του μικροκαταστηματάρχη των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που έχει μάθει να «αρμέγει» τον ευκαιριακό πελάτη και να τον ξεγελά με φτηνή βιτρίνα και κακής ποιότητας περιεχόμενο.
Αντί να δουν το αυτοκινούμενο ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ως μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης και ήπιας αποκέντρωσης, το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα. Ως στόχο προς απομάκρυνση. Ως απειλή για το σκληρό πυρήνα της τουριστικής τους αντίληψης: την υπερκοστολογημένη ξαπλώστρα και το κλειστό πακέτο της μίας εβδομάδας.
Το αποτέλεσμα είναι διπλά καταστροφικό: ούτε οι χρήστες αυτοκινούμενων θα εξυπηρετηθούν ούτε οι προορισμοί θα ωφεληθούν ούτε η χώρα θα προβληθεί ως σύγχρονη και φιλόξενη. Το μόνο που μένει είναι η γυμνή αλήθεια: μια πολιτεία που αποστρέφεται την ελευθερία και υποτιμά τη νοημοσύνη των επισκεπτών της. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν το σώζει κανένα «rebranding».
Φωτογραφίες: Unsplash
Κώστας Παστρίμας
Πηγή: gazzetta.gr
Ο νέος σχετικός νόμος, με πρόφαση την «οργάνωση» και την «προστασία του περιβάλλοντος», έρχεται ουσιαστικά να απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία και διανυκτέρευση αυτών των οχημάτων εκτός οργανωμένων υποδομών. Όχι γιατί βλάπτουν, αλλά γιατί δεν υπάγονται στο εμπορικό μοντέλο που έχει προκριθεί. Δεν συνεισφέρουν επαρκώς στον τζίρο των «σωστών» επαγγελματιών. Δεν πειθαρχούν στην κανονικότητα της μαζικής τουριστικής βιομηχανίας, εκεί όπου ο επισκέπτης είναι πρωτίστως πελάτης και δευτερευόντως άνθρωπος.
Δεν πρόκειται για ρύθμιση. Πρόκειται για ιδεολογική αποστροφή προς οτιδήποτε θυμίζει αυτονομία. Και είναι αποκαλυπτικό ότι το κράτος δεν ανησυχεί τόσο για τα εκατοντάδες χιλιάδες παράνομα ενοικιαζόμενα που υποβαθμίζουν κάθε γειτονιά και κάθε βουνό, όσο για τον έναν μοναχικό ταξιδιώτη που σταμάτησε με το βαν του σε ένα ερημονήσι.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι νομικό. Είναι βαθύτατα πολιτισμικό: Τι κοινωνία χτίζουμε όταν διώκουμε τον άνθρωπο που θέλει να απολαύσει τον τόπο, χωρίς να τον αγοράσει;
Το νομικό κυνήγι της ελεύθερης στάθμευσης
Με το νέο νόμο για τη ρύθμιση της υπαίθριας διαμονής με τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα, το ελληνικό κράτος επιλέγει για ακόμη μια φορά τη λύση της ποινικοποίησης αντί του εξορθολογισμού. Αντί να θεσπίσει κανόνες λειτουργίας και πλαίσιο συμβίωσης για μια ήδη υπαρκτή και αυξανόμενη κοινότητα ταξιδιωτών, εισάγει ένα καθεστώς γενικευμένης απαγόρευσης, απειλώντας με εξοντωτικά πρόστιμα και αφαίρεση στοιχείων κυκλοφορίας. Πρόκειται για έναν νομικό αναχρονισμό που προσβάλλει κάθε έννοια αναλογικότητας και πολιτισμένης διοίκησης.
Η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στην πρόβλεψη ότι η στάθμευση και προσωρινή διαμονή με αυτοκινούμενο όχημα «εκτός οργανωμένων δομών» συνιστά διοικητική παράβαση. Ο ορισμός είναι σκόπιμα ασαφής, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για κατάχρηση εξουσίας. Τι σημαίνει ακριβώς «διαμονή»; Πόσες ώρες ισοδυναμούν με «παραμονή»; Αρκεί η ύπαρξη κουζίνας ή κρεβατιού στο όχημα για να θεωρηθεί κάποιος παράνομος; Με αυτές τις θολές διατυπώσεις, ένα όχημα τύπου camper μπορεί να θεωρηθεί παράνομο ακόμη κι όταν είναι απλώς σταθμευμένο.
Σε απόλυτη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία ή η Σλοβενία – όπου υπάρχουν σαφείς περιοχές για overnight στάθμευση, χωρίς κατασταλτική πρόθεση – η Ελλάδα επιλέγει την καταστολή. Οι αρχές δεν ενδιαφέρονται για τη δημιουργία στοιχειωδών υποδομών ή για την αξιοποίηση ενός ήπιου, βιώσιμου και ανεξάρτητου μοντέλου τουρισμού. Προτιμούν να διώξουν, να φοβίσουν, να «καθαρίσουν» τα τοπία όχι από σκουπίδια αλλά από τους ανθρώπους που τα πλησιάζουν με μεγαλύτερο σεβασμό από κάθε άλλον.
Το αποτέλεσμα είναι ένα τοπίο νομικής ανασφάλειας και θεσμικής βίας απέναντι στον πολίτη που δεν ανήκει στο «μοντέλο» του οργανωμένου τουρίστα-πελάτη. Το κράτος δεν θεσπίζει όρους συμβίωσης. Στήνει καρτέρι.
Τουρισμός χωρίς τουρίστες: Η παρωχημένη εμμονή με το «προϊόν»
Η Ελλάδα, χώρα που θα μπορούσε να είναι διεθνές πρότυπο ήπιου τουρισμού, μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε επιθετικό πωλητή ενός ξεθωριασμένου προϊόντος. Για τους εμπνευστές του νόμου, ο τουρίστας δεν είναι φιλοξενούμενος, δεν είναι ταξιδιώτης, δεν είναι άνθρωπος με ανάγκη για επαφή με τον τόπο και τη φύση. Είναι πελάτης που πρέπει να διοχετευθεί μέσα από συγκεκριμένα κανάλια: ξενοδοχεία, οργανωμένα κάμπινγκ, θεσμοθετημένους χώρους υψηλής απόδοσης ΦΠΑ - οποίος δεν ξέρουμε καν αν καταβάλλεται.
Σε αυτή την αντίληψη, κάθε εναλλακτική μορφή διαμονής θεωρείται αυτομάτως ύποπτη. Όχι επειδή προκαλεί προβλήματα – δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να δείχνουν ότι τα αυτοκινούμενα και τα τροχόσπιτα επιβαρύνουν το περιβάλλον περισσότερο από ένα γεμάτο resort. Αλλά επειδή διαφεύγουν από το εμπορικό πλέγμα που οι αρμόδιοι θεωρούν ως το μόνο θεμιτό.
Η ιδέα ότι ο τουρισμός μπορεί να είναι και προσωπική εμπειρία, και ελευθερία, και αυθορμητισμός – ότι μπορεί να περιλαμβάνει ξυπνήματα δίπλα στη θάλασσα χωρίς δελτία check-in – δεν χωράει στην κρατική φαντασία. Κι όμως, η Ευρώπη έχει προχωρήσει: από τη Σκανδιναβία μέχρι την Ισπανία, έχουν δημιουργηθεί ειδικά σημεία στάθμευσης για αυτοκινούμενα με χαμηλό ή μηδενικό κόστος, με τουριστική και περιβαλλοντική μέριμνα.
Η Ελλάδα, αν και εξαρτημένη από τον τουρισμό, αρνείται να κατανοήσει την αξία της εμπειρίας. Αντί να αναδείξει τη δυνατότητα για μια ήπια, υπεύθυνη, βιωματική προσέγγιση του ταξιδιού, επιμένει να σκέφτεται σαν ξενοδόχος δεκαετίας ’80, που ενοχλείται όταν οι πελάτες δεν τρώνε από το μπουφέ του. Αυτή η μικροπρέπεια, μεταμφιεσμένη σε νομοθετική «τάξη», προδίδει βαθιά αδυναμία να κατανοηθεί ο τουρισμός ως πολιτισμικό φαινόμενο και όχι απλώς ως ευκαιρία ταμειακής είσπραξης.
Ένας νόμος που ποινικοποιεί την ελευθερία – και εκθέτει τη χώρα
Ο νέος νόμος δεν είναι απλώς μια γραφειοκρατική ρύθμιση. Είναι μια ηχηρή δήλωση του πώς βλέπει το ελληνικό κράτος τον πολίτη και τον επισκέπτη: όχι ως ελεύθερο άνθρωπο, αλλά ως στόχο ρύθμισης, ελέγχου και είσπραξης. Η απαγόρευση της ελεύθερης στάθμευσης για διαμονή σε αυτοκινούμενα οχήματα, υπό την απειλή βαριών προστίμων, δεν αντιμετωπίζει κανένα πραγματικό πρόβλημα, δημιουργεί όμως ένα – και είναι τεράστιο.
Ποινικοποιεί ένα τρόπο ταξιδιού που βασίζεται στην αυτάρκεια, στη χαμηλή όχληση, στην ήπια παρουσία. Χτυπά κυρίως ανθρώπους που έχουν επιλέξει μια διαφορετική προσέγγιση ζωής και ταξιδιού – και είναι κατά κανόνα περισσότερο ευαισθητοποιημένοι απέναντι στη φύση και στον πολιτισμό του τόπου που επισκέπτονται, σε σύγκριση με τον μέσο τουρίστα του all inclusive.
Αυτό που υπονοεί – και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει – είναι να εκδιώξει αυτήν την κατηγορία επισκεπτών από την Ελλάδα. Να τους ωθήσει στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, σε χώρες που έχουν αντιληφθεί ότι ο τουρισμός του τροχόσπιτου και του camper δεν είναι απειλή. Είναι ευκαιρία: για αποκέντρωση του τουρισμού, για ανάδειξη λιγότερο προβεβλημένων περιοχών, για μια πιο ποιοτική σχέση μεταξύ ταξιδιώτη και τόπου.
Η Ελλάδα δεν κάνει απλώς λάθος. Ξεγυμνώνεται. Δείχνει ότι δεν την ενδιαφέρει η βιώσιμη ανάπτυξη, ούτε ο σεβασμός στην επιλογή ζωής του άλλου. Λειτουργεί σαν ένα άλλο κρεβάτι του Προκρούστη – και όποιος δεν ταιριάζει στο καλούπι, καλείται να πληρώσει ή να φύγει.
Η μικροψυχία ως στρατηγική
Οι εμπνευστές αυτού του νομοσχεδίου δεν σκέφτονται ως πολιτικοί του 21ου αιώνα. Ούτε καν ως σοβαροί επιχειρηματίες. Δεν βλέπουν στρατηγικά, δεν αναγνωρίζουν τάσεις, δεν κατανοούν αξίες. Αντιθέτως, δρουν με τη νοοτροπία του μικροκαταστηματάρχη των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που έχει μάθει να «αρμέγει» τον ευκαιριακό πελάτη και να τον ξεγελά με φτηνή βιτρίνα και κακής ποιότητας περιεχόμενο.
Αντί να δουν το αυτοκινούμενο ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ως μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης και ήπιας αποκέντρωσης, το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα. Ως στόχο προς απομάκρυνση. Ως απειλή για το σκληρό πυρήνα της τουριστικής τους αντίληψης: την υπερκοστολογημένη ξαπλώστρα και το κλειστό πακέτο της μίας εβδομάδας.
Το αποτέλεσμα είναι διπλά καταστροφικό: ούτε οι χρήστες αυτοκινούμενων θα εξυπηρετηθούν ούτε οι προορισμοί θα ωφεληθούν ούτε η χώρα θα προβληθεί ως σύγχρονη και φιλόξενη. Το μόνο που μένει είναι η γυμνή αλήθεια: μια πολιτεία που αποστρέφεται την ελευθερία και υποτιμά τη νοημοσύνη των επισκεπτών της. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν το σώζει κανένα «rebranding».
Φωτογραφίες: Unsplash
Κώστας Παστρίμας
Πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου