Φωνές, κοροϊδίες, αποδοκιμασίες, ακόμη και βρισιές δημιουργούν τεράστια πίεση στα παιδιά που αθλούνται
Οταν ο γιος του, στα 9 τότε, άρχισε να του ζητάει επιμόνως να ξεκινήσει ποδόσφαιρο, ο Πάνος, γνωρίζοντας ως φίλαθλος το κλίμα που επικρατεί στα γήπεδα, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, αποφάσισε να γυρίσει ένα προς ένα τα σωματεία της Αθήνας παρακολουθώντας προπονήσεις. Κατέληξε σε εκείνο που είδε ότι ο προπονητής είχε μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση. «Δεν φώναζε, δεν ματαίωνε τα παιδιά, δεν τα χαρακτήριζε. Είχα δει πολλούς άλλους να ουρλιάζουν στα παιδιά, να τα κοροϊδεύουν –”να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, το ‘στειλες στον γάμο του Καραγκιόζη”– και τέτοια». Δεν ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί του. Ο σκοπός ήταν να περάσει καλά, να γυμναστεί, να κοινωνικοποιηθεί.
Οταν ο γιος του, στα 9 τότε, άρχισε να του ζητάει επιμόνως να ξεκινήσει ποδόσφαιρο, ο Πάνος, γνωρίζοντας ως φίλαθλος το κλίμα που επικρατεί στα γήπεδα, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, αποφάσισε να γυρίσει ένα προς ένα τα σωματεία της Αθήνας παρακολουθώντας προπονήσεις. Κατέληξε σε εκείνο που είδε ότι ο προπονητής είχε μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση. «Δεν φώναζε, δεν ματαίωνε τα παιδιά, δεν τα χαρακτήριζε. Είχα δει πολλούς άλλους να ουρλιάζουν στα παιδιά, να τα κοροϊδεύουν –”να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, το ‘στειλες στον γάμο του Καραγκιόζη”– και τέτοια». Δεν ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί του. Ο σκοπός ήταν να περάσει καλά, να γυμναστεί, να κοινωνικοποιηθεί.
Γρήγορα, βέβαια, διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει όλες τις παραμέτρους. Στα ματς, ακόμη και στις προπονήσεις, οι φωνές, οι βρισιές, οι αποδοκιμασίες προέρχονταν από τους γονείς στις κερκίδες. «Εχω δει να βρίζουν τον τερματοφύλακα του αντιπάλου, ένα μικρό παιδάκι, να βρίζονται με άλλους γονείς –”τι ξέρεις, μωρή εσύ, από ποδόσφαιρο”, φώναζε ένας σε μια μαμά που ζητούσε φάουλ–, να βρίζουν τον διαιτητή, να βρίζουν το παιδί τους. Ολα τα έχω δει». Εχει πιάσει και τον εαυτό του να ξεφεύγει. «Προφανώς δεν έβρισα, αλλά άρχισα να φωνάζω στο παιδί “διεκδίκησε!”, “πιο δυνατά!”, τέτοια πράγματα. Ηρθε ο προπονητής και μου είπε: “Θα σας παρακαλέσω να σταματήσετε, δημιουργείτε στο παιδί μια επιπρόσθετη δυσκολία”. Φυσικά σταμάτησα, αμέσως κατάλαβα πόσο λάθος ήταν αυτό που έκανα. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα μπορείς να ξεφύγεις. Ταυτιζόμαστε με τα παιδιά μας σε υπερθετικό βαθμό».
Ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης είναι εξοικειωμένος με την εικόνα των φανατισμένων γονιών των κερκίδων. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με αθλητικά σωματεία πραγματοποιώντας σεμινάρια για προπονητές, αλλά και για γονείς, τον ρόλο τους, την υπερεμπλοκή τους στις δραστηριότητες των παιδιών τους, θέματα συμπεριφορών, την επίδρασή τους στην ψυχολογική κατάσταση των αθλητών κ.ά. «Τα σεμινάρια στους αθλητές έπονται. Δύσκολα θα διαχειριστούμε τον έφηβο συναισθηματικά εάν δεν ρυθμίσουμε το περιβάλλον του. Πολλοί γονείς, μολονότι στην αρχή ξεκινούν με στόχο το παιδί τους να αθληθεί, να εμπλακεί σε μια φυσική δραστηριότητα, σταδιακά ταυτίζονται με το αντικείμενο, γίνονται οπαδοί του παιδιού τους», σημειώνει στην «Κ». Οι γνωστοί προπονητές εξέδρας των γηπέδων, μόνο που οι οδηγίες απευθύνονται στα ίδια τα παιδιά τους. Εχοντας συχνά ελάχιστη εμπλοκή με το άθλημα, αποκτούν αυτοπεποίθηση ειδήμονα. Αφού βλέπω, ξέρω. «Γι’ αυτό και στα 12-13, το 70% των παιδιών εγκαταλείπει τον αθλητισμό αφού πλέον σταματάει να διασκεδάζει λόγω της εμπλοκής των γονιών. Εμπλέκονται τόσο πολύ, ώστε ασκείται αφόρητη πίεση και στο σπίτι. Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που εντυπώνεται σε ένα παιδί είναι η έκφραση του προσώπου του γονιού του. Εκεί θα δει τη στενοχώρια ή την απογοήτευση. Εχω χειριστεί περιστατικά με υπερεμπλεκόμενους γονείς, στα οποία η πορεία του παιδιού δημιουργεί τέτοια ένταση που το αποτέλεσμα στον αγώνα καθορίζει το πώς θα περάσει η οικογένεια τις επόμενες ημέρες, πώς θα είναι μεταξύ τους. Ετσι, κάποια στιγμή το παιδί βγαίνει από το περιβάλλον του αθλητισμού και ησυχάζει όλη η οικογένεια».
«Οι γονείς κουτσάρουν από την κερκίδα», επιβεβαιώνει και προπονητής παιδικών τμημάτων μπάσκετ, που επιθυμεί να μη μιλήσει επωνύμως. «Τα παιδιά παίζουν και αντί τον προπονητή τους κοιτάνε την κερκίδα, για να καταλάβουν εάν έκαναν κάτι καλά ή όχι. Πολλοί σύλλογοι παρατηρούν αυτές τις συμπεριφορές, αλλά επειδή εισπράττουν τις αφήνουν να εκδηλώνονται. Στην Ελλάδα, οι ομάδες δεν έχουν ψυχολόγους, διατροφολόγους, μια δομή που να εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους. Πολλά σωματεία, άλλωστε, διοικούνται από γονείς, οι οποίοι συχνά παρεμβαίνουν και στον προπονητή, π.χ. ζητώντας να βάλουν το παιδί τους να παίζει ή να παίζει περισσότερo. Εκεί είναι στο χέρι του προπονητή να φύγει ή να μείνει». Ο ίδιος έχει ζήσει απίστευτα περιστατικά, με γονείς να τσακώνονται στις κερκίδες, να κράζουν τους διαιτητές, τους αντίπαλους προπονητές. «Να φωνάζουν στα παιδιά τους να πάνε δυνατά πάνω σε αντίπαλο ή να μη δώσουν το χέρι στον αντίπαλο. Εχω δει μετά από αγώνες παιδιά να τα κατσαδιάζουν οι γονείς τους έξω από το γήπεδο επειδή δεν έπαιξαν καλά».
«Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι».
Τι πυροδοτεί αυτές τις συμπεριφορές; Σύμφωνα με τον κ. Ζαρώτη, πολλοί γονείς ήθελαν οι ίδιοι να πετύχουν στον αθλητισμό, δεν τα κατάφεραν και θέλουν να δουν το παιδί τους να πετυχαίνει. «Βλέπουν το παιδί ως προέκτασή τους, όταν επιτυγχάνει αυτό είναι σαν να επιτυγχάνουν εκείνοι. Ζουν αναζητώντας ικανοποίηση μέσα από το άθλημα. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, βλέπουμε και γονείς που διαχειρίζονται το παιδί σαν ένας μάνατζερ, σε σημείο που αναζητούν τι θα κάνει στο μέλλον στο άθλημα». Οπως λέει, η μοριοδότηση για τις Πανελλήνιες είναι ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα των γονιών. «Ο στόχος τους είναι να πάρει τα μόρια και να σταματήσει. Είναι πολύ σύνηθες να έχουμε πάντρεμα του ανταγωνισμού των Πανελληνίων με τον ανταγωνισμό του αθλήματος». Η τέλεια καταιγίδα. Ως επιστέγασμα έρχεται και η πίεση από τους προπονητές. «Δυστυχώς, βλέπουμε πολλούς προπονητές, όχι μόνο ποδοσφαίρου αλλά και άλλων αθλημάτων, με συμπεριφορές που όχι μόνο δεν αρμόζουν στην ηλικία των παιδιών αλλά ούτε καν σε ανθρώπινη κατάσταση».
Λίνα Γιάνναρου
Από kathimerini.gr
Ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης είναι εξοικειωμένος με την εικόνα των φανατισμένων γονιών των κερκίδων. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με αθλητικά σωματεία πραγματοποιώντας σεμινάρια για προπονητές, αλλά και για γονείς, τον ρόλο τους, την υπερεμπλοκή τους στις δραστηριότητες των παιδιών τους, θέματα συμπεριφορών, την επίδρασή τους στην ψυχολογική κατάσταση των αθλητών κ.ά. «Τα σεμινάρια στους αθλητές έπονται. Δύσκολα θα διαχειριστούμε τον έφηβο συναισθηματικά εάν δεν ρυθμίσουμε το περιβάλλον του. Πολλοί γονείς, μολονότι στην αρχή ξεκινούν με στόχο το παιδί τους να αθληθεί, να εμπλακεί σε μια φυσική δραστηριότητα, σταδιακά ταυτίζονται με το αντικείμενο, γίνονται οπαδοί του παιδιού τους», σημειώνει στην «Κ». Οι γνωστοί προπονητές εξέδρας των γηπέδων, μόνο που οι οδηγίες απευθύνονται στα ίδια τα παιδιά τους. Εχοντας συχνά ελάχιστη εμπλοκή με το άθλημα, αποκτούν αυτοπεποίθηση ειδήμονα. Αφού βλέπω, ξέρω. «Γι’ αυτό και στα 12-13, το 70% των παιδιών εγκαταλείπει τον αθλητισμό αφού πλέον σταματάει να διασκεδάζει λόγω της εμπλοκής των γονιών. Εμπλέκονται τόσο πολύ, ώστε ασκείται αφόρητη πίεση και στο σπίτι. Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που εντυπώνεται σε ένα παιδί είναι η έκφραση του προσώπου του γονιού του. Εκεί θα δει τη στενοχώρια ή την απογοήτευση. Εχω χειριστεί περιστατικά με υπερεμπλεκόμενους γονείς, στα οποία η πορεία του παιδιού δημιουργεί τέτοια ένταση που το αποτέλεσμα στον αγώνα καθορίζει το πώς θα περάσει η οικογένεια τις επόμενες ημέρες, πώς θα είναι μεταξύ τους. Ετσι, κάποια στιγμή το παιδί βγαίνει από το περιβάλλον του αθλητισμού και ησυχάζει όλη η οικογένεια».
«Οι γονείς κουτσάρουν από την κερκίδα», επιβεβαιώνει και προπονητής παιδικών τμημάτων μπάσκετ, που επιθυμεί να μη μιλήσει επωνύμως. «Τα παιδιά παίζουν και αντί τον προπονητή τους κοιτάνε την κερκίδα, για να καταλάβουν εάν έκαναν κάτι καλά ή όχι. Πολλοί σύλλογοι παρατηρούν αυτές τις συμπεριφορές, αλλά επειδή εισπράττουν τις αφήνουν να εκδηλώνονται. Στην Ελλάδα, οι ομάδες δεν έχουν ψυχολόγους, διατροφολόγους, μια δομή που να εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους. Πολλά σωματεία, άλλωστε, διοικούνται από γονείς, οι οποίοι συχνά παρεμβαίνουν και στον προπονητή, π.χ. ζητώντας να βάλουν το παιδί τους να παίζει ή να παίζει περισσότερo. Εκεί είναι στο χέρι του προπονητή να φύγει ή να μείνει». Ο ίδιος έχει ζήσει απίστευτα περιστατικά, με γονείς να τσακώνονται στις κερκίδες, να κράζουν τους διαιτητές, τους αντίπαλους προπονητές. «Να φωνάζουν στα παιδιά τους να πάνε δυνατά πάνω σε αντίπαλο ή να μη δώσουν το χέρι στον αντίπαλο. Εχω δει μετά από αγώνες παιδιά να τα κατσαδιάζουν οι γονείς τους έξω από το γήπεδο επειδή δεν έπαιξαν καλά».
«Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι».
Τι πυροδοτεί αυτές τις συμπεριφορές; Σύμφωνα με τον κ. Ζαρώτη, πολλοί γονείς ήθελαν οι ίδιοι να πετύχουν στον αθλητισμό, δεν τα κατάφεραν και θέλουν να δουν το παιδί τους να πετυχαίνει. «Βλέπουν το παιδί ως προέκτασή τους, όταν επιτυγχάνει αυτό είναι σαν να επιτυγχάνουν εκείνοι. Ζουν αναζητώντας ικανοποίηση μέσα από το άθλημα. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, βλέπουμε και γονείς που διαχειρίζονται το παιδί σαν ένας μάνατζερ, σε σημείο που αναζητούν τι θα κάνει στο μέλλον στο άθλημα». Οπως λέει, η μοριοδότηση για τις Πανελλήνιες είναι ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα των γονιών. «Ο στόχος τους είναι να πάρει τα μόρια και να σταματήσει. Είναι πολύ σύνηθες να έχουμε πάντρεμα του ανταγωνισμού των Πανελληνίων με τον ανταγωνισμό του αθλήματος». Η τέλεια καταιγίδα. Ως επιστέγασμα έρχεται και η πίεση από τους προπονητές. «Δυστυχώς, βλέπουμε πολλούς προπονητές, όχι μόνο ποδοσφαίρου αλλά και άλλων αθλημάτων, με συμπεριφορές που όχι μόνο δεν αρμόζουν στην ηλικία των παιδιών αλλά ούτε καν σε ανθρώπινη κατάσταση».
Λίνα Γιάνναρου
Από kathimerini.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου