Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Εξωτερική πολιτική και η Συμφωνία των Πρεσπών

Λίγες μέρες πριν από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο, η πολιτική αντιπαράθεση εντός/εκτός Κοινοβουλίου και ειδικότερα στον παραδοσιακό και ηλεκτρονικό Τύπο διεξάγεται σε έντονους τόνους. Με την παρούσα συμβολή επιχειρούμε μια ανασύνθεση του Μακεδονικού, ενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής που ταλανίζει τη χώρα επί δεκαετίες και βρίσκεται κοντά στη λύση του.
Η μελέτη της εξωτερικής πολιτικής αφορά τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν κρατικές και κοινωνικές οντότητες, που άλλοτε βρίσκονται σε ανταγωνισμό και άλλοτε σε αναζήτηση συνεργασιών, με τις οποίες τα κράτη καλούνται να διαχειριστούν τις προκλήσεις του περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντός τους.
Όταν ένα κράτος και οι ασκούντες την εξουσία συνδιαλέγονται με τον έξω κόσμο, οι πολιτικές ελίτ που το εκπροσωπούν καλούνται να ικανοποιήσουν ένα ευρύ φάσμα στόχων, προτεραιοτήτων και αναγκών που εκπορεύονται από το κράτος, ως πηγή εξουσίας, διαμορφώνονται από την κυβέρνηση σε συνδυασμό με τις ανάγκες της οργανωμένης εσωτερικής κοινωνίας αλλά και τις συνθήκες και αλλαγές που συντελούνται έξω από τα σύνορά του.
Το θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ απασχόλησε την ελληνική εξωτερική πολιτική από τις αρχές της δεκαετίας του '90, μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, πυροδοτώντας εσωτερικές αντιδράσεις και κομματικούς ανταγωνισμούς που τελικά κατέληξαν σε αποφάσεις μη εποικοδομητικές για την εξωτερική μας πολιτική σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ευρωπαϊκή και βαλκανική συγκυρία.
Σε ένα σύστημα υπό μετάβαση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και με τα Βαλκάνια σε «αναστάτωση», η Ελλάδα, με το εμπάργκο που επέβαλε εναντίον της ΠΓΔΜ, αντί να είναι μέρος της λύσης έγινε μέρος του προβλήματος.
Σε επόμενο χρόνο, η ρεαλιστική στροφή επί κυβέρνησης Σημίτη άλλαξε κάπως το σκηνικό και έκτοτε η Ελλάδα με πρωτοβουλίες, εθνικές και ευρωπαϊκές, συνέδεσε τον λεγόμενο «εξευρωπαϊσμό» των Βαλκανίων με ένα καλύτερο μέλλον για τους λαούς της περιοχής, αλλά και για την ευρύτερη σταθερότητα.
Ακόμη και κατά την περίοδο της κρίσης μετά το 2010, όπου η οικονομική παρουσία της χώρας στα Βαλκάνια είχε υποβαθμιστεί, η ελληνική εξωτερική πολιτική παρέμεινε προσκολλημένη στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των χωρών αυτών και στην ιδέα της ευημερίας, της οικονομικής ανάκαμψης και της κοινωνικής ανασυγκρότησής τους ως μέσων εδραίωσης της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Εξάλλου, η χώρα μας ανέκαθεν θεωρούσε ότι η συμμετοχή σε συλλογικούς θεσμούς και εν προκειμένω ευρω-ατλαντικούς αποτελεί μια ασπίδα κοινής προστασίας στον βαθμό που η συλλογική τους βαρύτητα συνιστά αντικίνητρο σε αλυτρωτικές και ανατρεπτικές πολιτικές.
Η υπό προϋποθέσεις λοιπόν μελλοντική συμμέτοχη της ΠΓΔΜ στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν πρέπει να θεωρείται προϊόν ηγεμονικών πιέσεων και πολιτικών επιβολής τρίτων, αλλά μια επιλογή από την οποία όλοι έχουν να κερδίσουν.
Μπορεί η ΠΓΔΜ να αναγνωρίστηκε από συντριπτικό μέρος του κόσμου ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά αυτό δεν έφερε ούτε οικονομική ευημερία ούτε αναβάθμιση της χώρας περιφερειακά και γεωπολιτικά.
Αυτό οδήγησε την πολιτική της ηγεσία να επιστρέψει στις ελληνικές θέσεις της Διάσκεψης του Βουκουρεστίου του 2008 που τότε δεν τις είχε αποδεχτεί.
Αφού πλέον η γειτονική χώρα προχώρησε σε απάλειψη των αλυτρωτικών διεκδικήσεων με συνταγματική κατοχύρωση μιας νέας ελπιδοφόρας αντίληψης για τις σχέσεις με τους γείτονές της, αποδεχόμενη στην ουσία τις ελληνικές θέσεις του 2008, βλέπουμε το ζήτημα να γίνεται αντικείμενο πολιτικού παιγνίου στην Ελλάδα που συμπαρασύρει μια φορτισμένη κοινή γνώμη και οδηγεί τη χώρα μας σε διχαστικές λογικές.
Η Ν.Δ., το ίδιο κόμμα που στο παρελθόν είχε αποδεχτεί λύση στο ονοματολογικό με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, αντί να στηρίξει κρίσιμες μακροπρόθεσμες επιλογές για την ελληνική εξωτερική πολιτική, αποπειράται μέσα από δηλώσεις, πράξεις και προβολή ενός «εθνικοπατριωτικού» αξιακού συστήματος να προωθήσει στενούς κομματικούς στόχους.
Το ΚΙΝ.ΑΛΛ., που τάσσεται υπέρ της ελευθερίας ψήφου των μελών του, διαγράφει όσους υποστηρίζουν τη συμφωνία. Άλλες πλευρές ζητούν δημοψήφισμα ή μέμφονται τη μη εκ των πρότερων διάσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που με μαθηματική βεβαιότητα θα οδηγούσε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε παραλυσία, όπως αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν έκανε δημοψήφισμα για να βάλει τη χώρα στην ΕΟΚ το 1981 είναι σαφές ότι είναι δύσκολο για ζητήματα μείζονος σημασίας να απαιτείται κοινή πολιτική συναίνεση όταν πολιτικοί αρχηγοί και κόμματα έχουν βραχυχρόνιους μικροκομματικούς στόχους.
Εξάλλου σε όλα τα συστήματα η κυβέρνηση είναι ο πράττων στο διεθνές επίπεδο και αυτή παράγει και ευθύνεται για τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τον ρόλο των εγχώριων παραγόντων στη διεθνή/εξωτερική συμπεριφορά ενός κράτους, η αναμόχλευση παθών και ανορθολογικών συμπεριφορών δεν μπορεί να αναχθεί σε σοβαρή αιτία κρατικής δράσης.
Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα πολυεπίπεδης διαδικασίας λήψης αποφάσεων με ευθύνη της κυβερνητικής εξουσίας που παίρνει και το κόστος των αποφάσεων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελούν ευκαιρία καιροσκοπικών και ψηφοθηρικών κινήτρων.

Συντάκτης: Ειρήνη Χειλά - καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: