Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Ωδή σε μια λευκή σελίδα

Όποιος έχει πιάσει μολύβι με στόχο και σκοπό, το γνωρίζει. Την αμήχανη εκείνη στιγμή που ανοίγεις το εξώφυλλο του τετραδίου και στέκεις μπροστά στην πρώτη λευκή σελίδα. Εσύ εκεί ολόκληρος, κουλουριασμένη ανάσα στην άκρη του χεριού σου. Όλος μια χειρονομία ασταθής, μια χειραψία φόβου. Του φόβου εκείνου μπροστά στη λευκή σελίδα. Μπροστά στη σιωπή της έκφρασης, της αποτύπωσης, της δημιουργίας. Φόβου όμοιου με τον μετεωρισμό λίγο πριν το κενό, στο χείλος. Του γκρεμού, της σιωπής, του ποτηριού. Μετεωρίζεσαι. Το διεκδικείς και το καταφέρνεις. Αλλά δεν φτάνει.
Το κενό της σελίδας είναι ένα άλλο κενό. Είναι ένα κενό που σε περιέχει. Και εδώ εκκρεμείς, και εδώ συνορεύεις με την πτώση, έτοιμος να χαθείς στα βάθη. Μόνο που ο γκρεμός είναι οριζόντιος. Εδώ δεν διανύεις καμία απόσταση. Είναι σαν εσύ και η πρόσκρουση στο έδαφος να απέχετε μόλις λίγα εκατοστά. Να νιώθει ο ένας την ανάσα του άλλου. Να συμμετέχετε σε έναν εναγκαλισμό απύθμενης στατικότητας. Να αλλάζετε θέσεις μαζί, να ξεφυσάτε μαζί, να κλείνετε το τετράδιο και να απομακρύνεστε για μια πρόχειρη ξέπνοη βόλτα. Μαζί. Η λευκή σελίδα, ένας φορητός γκρεμός για κάθε χρήση.
Αυτό που νομίζεις πως γνωρίζεις μπροστά στη λευκή σελίδα, το μόνο στοιχείο της διαδρομής σου που περνά μέσα από αυτή είναι αυτό της αφετηρίας. Ξέρεις από πού ήρθες και πού στέκεσαι στο παρόν, ενώ τώρα κοιτάς τη λευκή σελίδα. Και αυτή, ένα σταυροδρόμι με άπειρες ταμπέλες προορισμών. Μα τα ονόματα στις ταμπέλες, οι αποστάσεις, η φύση της διαδρομής, όλα παραμένουνε κενά. Και αντίθετα με οποιοδήποτε άλλο ταξίδι ενώ προχωράς προς τον τερματισμό αρχίζεις να αμφιβάλλεις για όσα προηγήθηκαν. Όσο πιο πολύ πλησιάζεις τόσο απομακρύνεσαι. Όχι από την αφετηρία, αλλά από τη σημασία της. Από το νόημα και την ουσία του ξεκινήματός σου. Ο μόνος τρόπος για να μη χαθείς σε μια λευκή σελίδα είναι να μπεις εκεί μέσα όσο πιο άδειος από βεβαιότητες γίνεται. Όλος μια λευκή παραδοχή να βηματίζει τη λευκή έκταση.
Άλλοι θα έλεγαν πως το να κοιτάς μια λευκή σελίδα πολλές φορές μοιάζει με το να κοιτάς έναν καθρέφτη. Μα το άδειο αντανακλά περισσότερα από το είδωλο ενός καθρέφτη. Η λευκή σελίδα αποτυπώνει όχι όσα περιμένεις, αλλά συνήθως όσα αποφεύγεις. Τους φόβους, τις αδυναμίες, τα όριά σου. Η ίδια η πρώτη γραμμή θα είναι μια υπέρβαση συντριπτική. Αχανής σαν την απόσταση από τη σιωπή στον πρώτο ψίθυρο. Μα κανένας καθρέφτης δεν ψιθύρισε ποτέ κάτι δικό του. Μόνο επαναλάμβανε ενστικτωδώς αντιστροφές ειδώλων σε πλήρη αρμονία. Και ενώ το είδωλο παραμένει σταθερό, το λευκό όλο και βαθαίνει. Το είδωλό σου εκεί είναι μια παραμόρφωση πολύ πιο πιστή στην απεικόνισή της από την ίδια σου την όψη.
Γεμάτη, η λευκή σελίδα σε κοιτά. Σχεδόν σε προκαλεί με το άδειο της βλέμμα. Χωρίς εκφράσεις, χωρίς τίποτα να μαρτυρά τις προθέσεις της. Ασφυκτική στο άδειο της, στην πυκνότητα των ενδεχομένων που –ενδεχομένως- ταυτίζονται με τα δικά σου ενδεχόμενα. Κρύβονται όλα εκεί και περιμένουν. Όπως ένα μυθιστόρημα κατοικεί κρυμμένο αρχικά σε ένα λεξικό. Και ακόμα και όταν η σελίδα θα έχει γεμίσει, ακόμα και όταν διορθωθεί, και θα έχει αποκτήσει μια τελική μορφή, το αρχικό λευκό παραμένει. Μένει μαζί σου καθ’ όλη τη διαδικασία της γραφής. Νιώθεις τον παλμό του στην άκρη της ομιλίας σου. Και μονίμως σε επαναφέρει σε εκείνη την αρχική κατάσταση. Όχι στην αρχή, αλλά πριν από την αρχή. Εκεί που η αποτυχία και η δυνατότητα κοιτιούνται μεταξύ τους ισόπαλα.
Δεν γράφουμε για να αποτυπώσουμε τις σκέψεις μας. Τα συναισθήματά μας, την προσωπική μας ψυχική διαρροή. Γράφουμε για να αναμετρηθούμε με τη λευκή σελίδα. Να την κάνουμε να σωπάσει. Να μετατρέψουμε τον λευκό θόρυβο σε ομιλία. Ακόμα και αν το λευκό παραμένει. Όσο και να προσπαθείς, όσο και να γράφεις. Όσο και να γεμίζεις τις γραμμές με σκέψεις, λέξεις, διαδοχές αριστουργηματικές ή κοινότοπες χαζομάρες (μικρή διαφορά έχει). Το λευκό παραμένει. Απόδειξη της μαθητείας σου στο κενό.
Όχι για το λευκό, όχι για τις χαραγμένες λέξεις, όχι για τις εντοιχισμένες σκέψεις. Δεν γράφουμε για να γεμίσουμε. Γράφουμε για να εκδικηθούμε το κενό.

Θωμάς Τσαλαπάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: