Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν 1 εκατ. θέσεις εργασίας

Διαβάζοντας το άρθρο που ακολουθεί και το οποίο συνέταξε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Σάββας Ρομπόλης, θα αντιληφθείτε ότι μας περιμένουν πολλά δύσκολα χρόνια ακόμη. Παρά τα μηνύματα αισιοδοξίας που «εκπέμπει» η κυβέρνηση, οι προβλέψεις που προκύπτουν από την επεξεργασία των αριθμών, δείχνουν ότι η υψηλή ανεργία στην Ελλάδα θα μας… συντροφεύει για πολλά-πολλά χρόνια.
1. Οι προβλέψεις για την ανεργία
Η πρόβλεψη κατά το 2010 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ήταν ότι η ανεργία στην Ελλάδα το 2014 θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο επίπεδο του 30%-31% (1.525.000 άτομα) από 28,5%-29% (1.450.000 άτομα) το 2013, 24,4% το 2012, 17,7% το 2011 και 12,5% το 2010. Παράλληλα, σημειώνουμε ότι μετά τον κύκλο της ύφεσης στην Ελλάδα, η ανεργία πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 3,5%-4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας τον χρόνο), καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Αντίστοιχες είναι και οι πρόσφατες προβλέψεις της Επιτροπής Οικονομικών Υπο- θέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε επίπεδα ανεργίας του έτους 2009 (450.000 άτομα) και να δημιουργήσει το ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο 2009-2013, ακόμη και με αυτό το αισιόδοξο σενάριο αύξησης του ΑΕΠ, θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια. Η απασχόληση το 2014 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 3.530.000 ατόμων, σε βαθμό που το σύνολο των απασχολούμενων κατά το 2014 να είναι μικρότερο από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό και τους ανέργους κατά 1,1 εκατομμύρια άτομα.
Τέλος, υπογραμμίζουμε την παράταση της πρωτόγνωρης διχοτόμησης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα – με την έννοια ότι ο αριθμός των επίσημα καταγεγραμμένων ανέργων (1.400.000 άτομα) να συμπίπτει με τον αριθμό των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα – δημιουργώντας συνθήκες τρόμου μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, απαξιώνοντας την λειτουργία της αγοράς εργασίας και δίνοντας ανησυχητικές προοπτικές στην κοινωνική συ- νοχή, ιδιαίτερα με το υψηλό ποσοστό (71% - 955.000 άτομα) της μακροχρόνιας ανεργίας (ΕΛΣΤΑΤ, Γ΄ τρίμηνο 2013).
2. Αξιολόγηση των πολιτικών απασχόλησης και του συστήματος στήριξης των ανέργων
Η αξιολόγηση των πολιτικών απασχόλησης σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. αναδεικνύει τα ίδια προβλήματα. Σε όλες τις χώρες την τελευταία εικοσαετία επιβάλλεται μία ισχυρή τάση απορρυθμίσεων των εργασιακών σχέσεων, προσποιούμενες ότι με αυτόν τον τρόπο προσαρμόζεται το εργατικό δυναμικό στις τεχνολογικές εξελίξεις της παραγωγής. Όμως, εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η ευελιξία, η απασχολησιμότητα, η μαθητεία, οι παθητικές (προστασία των ανέργων) και οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης παθητικοποιήθηκαν, σε βαθμό, που να περιορίζονται στην διαχείριση άμβλυνσης της οξύτητας της ανεργίας και στην διατήρηση του ανέργου, περισσότερο στον Βορρά και λιγότερο στον ευρωπαϊκό Νότο, σε κατάσταση κοινωνικά ενεργή, παρά να αναστέλλουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά την πορεία αύξησης της. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές απασχόλησης και προστασίας των ανέργων έτειναν περισσότερο προς την δημιουργία συνθηκών εργασιακής ανασφάλειας για ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού.
Το ίδιο το κράτος έγινε η ατμομηχανή της ανασφάλειας είτε ως φορέας έμπνευσης και άσκησης των εφαρμοζόμενων πολιτικών απασχόλησης είτε ως εργοδότης προς τους υπαλλήλους του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σ’ αυτό το πλαίσιο των πολιτικών απασχόλησης κατέρρευσαν οι προσδοκίες της ευελιξίας της αγοράς εργασίας ως επιλογή για την βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η μείωση του κατώτατου μισθού επί Ρέιγκαν και από
12/02/2012 και στην Ελλάδα, η εξασθένηση των συνδικάτων επί Θάτσερ, η κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής επί Φαμπϊούς, οι μινι-jobs επί Σρέντερ. Έτσι, οι μισθοί έγιναν επίσης ευέλικτοι, όπως σήμερα στην Ελλάδα, ανατρέποντας σε σημαντικό βαθμό την πρωταρχική κατανομή των πόρων σε βάρος της μισθωτής εργασίας και παράλληλα μετατράπηκαν σε μεταβλητές της ευελιξίας της απασχόλησης, παρέχο- ντας την θεσμοποιημένη και καταναγκαστική δυνατότητα για υψηλές αποδόσεις του επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Παράλληλα, η εμπειρική έρευνα στην Ευρώπη (Revue Alternatives Economiques, Decembre 2013) απέδειξε ότι οι χαμηλοί μισθοί, για παράδειγμα στην Γερμανία, δεν εξηγούν το χαμηλό επίπεδο (5%) της ανεργίας. Επίσης, απέδειξε ότι τα κράτη – μέλη που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι αυτά στα οποία η αγορά εργασίας είναι περισσότερο απορρυθμισμένη και ευέλικτη. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι βασικός μοχλός, μεταξύ των άλλων, εξόδου από την κρίση αποτελεί η ρύθμιση της αγοράς εργασίας και η διαμόρφωση των μισθών διαμέσου ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Οι στρατηγικές αυτές επιλογές ευελιξίας της απασχόλησης και ευελιξίας των μισθών, εκ του αποτελέσματος, επιδείνωσαν τους όρους κατανομής των πόρων ενέτειναν τις ανισορροπίες και τις αντιφάσεις στην αγορά εργασίας, δεν συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης παρά την εξαφάνιση των λεγόμενων «δυσκαμψιών» (ρυθμίσεις) της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα εξαντλώντας τα όρια τους να καταρρεύσουν οι προσδοκίες μείωσης της ανεργίας διαμέσου των πολιτικών πλήρους απορρύθμισης της αγοράς ερ- γασίας.
Στις συνθήκες αυτές η απορρύθμιση και η ευελιξία της αγοράς εργασίας στα κράτη– μέλη της ευρωζώνης, δεν συνέβαλαν στην επίλυση των προβλημάτων της διαρθωτικής ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, συνέβαλαν στην αύξηση του επιπέδου των φτωχών – εργαζομένων στην ζώνη του ευρώ από 7,4% το 2006 σε 9,1% το 2012, ενώ στην Ελλάδα οι βίαιες μειώσεις των μισθών συνέβαλαν στην αύξηση των φτωχών-εργαζομένων από 11,9% το 2010 σε 15,1% το 2011 (Eurostat, 2012). Έτσι, γίνεται πλέον φανερό ότι οι ασκούμενες πο- λιτικές της ευελιξίας της απασχόλησης και των μισθών δεν συνιστούν πολιτικές που δημιουργούν θέσεις εργασίας (Philippe Askenazy, 2013).
3. Προτάσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης ή ποιες πολιτικές απασχόλησης θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας;
Με αυτά τα δεδομένα, είναι πλέον επιβεβλημένο στην Ευρώπη η ένταξη της πολιτικής καταπολέμησης της ανεργίας στην μακροοικονομική πολιτική. Αυτό σημαίνει, καταρχήν, την προσφυγή στην στρατηγική της ισομερούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προσθήκη στα τρία κριτήρια του Μάαστριχτ (χρέος, έλλειμμα, πληθωρισμός) τέταρτου κριτηρίου που θα αναφέρεται στο επίπεδο της απασχόλησης ή της ανεργίας, ως αναγκαίο μέτρο ουσιαστικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανεργίας στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ως επιτακτική ανάγκη η οργανική ενότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της αναπτυξιακής πολιτικής στην ΕΕ και στην Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει τον άμεσο προσανατολισμό της προς την κατεύθυνση αύξησης του κατώτατου μισθού, ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Παράλληλα, απαιτείται σύνδεση των δημόσιων πολιτικών με τον χαρακτήρα και τη διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας, καθώς και τη βελτίωση του πλέγματος των αλληλεξαρτήσεων των ηγετικών κλάδων παραγωγής. Έτσι, θα δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνθήκες μεταμόρφωσης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, που μονοκαλλιεργείται από τις υπηρεσίες και τον τουρισμό, με την δημιουργία δικτύων, συνεργιών και συμπληρωματικότητας μεταξύ των τομέων και των κλάδων παραγωγής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, προκειμένου να αυξηθούν η παραγωγή, η απασχόληση, η παραγωγικότητα, το εισόδημα (αρχής γενομένης από την αύξηση του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 751 ευρώ) και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο θέμα υπάρχουν τρεις απόψεις στην Ε.Ε.: α) η άποψη που θεωρεί ότι με την μείωση των μισθών και την ευελιξία ασκούνται πολιτικές απασχόλησης, β) η άποψη της ερμηνείας των διατάξεων της Συνθήκης ανάλογα με τα προβλήματα που επιβάλλεται ουσιαστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση τους (π.χ. καταπολέμηση της ανεργίας), και γ) η άποψη της προσθήκης του τέταρτου κριτηρίου στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Θεωρούμε ότι η στρατηγική επιλογή της τρίτης άποψης είναι αυτή που θα καταπολεμήσει αποτελεσματικά την ανεργία στην Ε.Ε. και τα κράτη–μέλη αλλά και αυτή που θα θωρακίσει μεσο-μακροπρόθεσμα την υπαρξιακή προοπτική της Ένωσης. 
4. Ανεργία, γήρανση και κοινωνική ασφάλιση
Οι πληθυσμιακές μεταβολές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γήρανση του Ευρωπαϊκού Πληθυσμού και η συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, επηρεάζει άμεσα και έμμεσα την αγορά εργασίας και την μακροχρόνια βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Σήμερα, οι ηλικιωμένοι ζουν περισσότερο και υγιέστερα από ότι αυτοί των προηγούμενων γενεών. Πράγματι, κατά την περίοδο 2010-2015 κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), οι γυναίκες στα 65 τους έτη αναμενόταν να ζήσουν επιπλέον 20,8 χρόνια, ενώ οι άνδρες κατά 17,4 χρόνια. Μετά το 2060-2065 οι γυναίκες θα ζουν πέντε χρόνια περισσότερο (25,8 χρόνια) και οι άνδρες 4,5 χρόνια (21,9 χρόνια). Έτσι, οι δαπάνες συντάξεων για πρώτη φορά στα 65 έτη προς τους συνταξιούχους των χωρών–μελών του ΟΟΣΑ θα είναι αυξημένες κατά 20% λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της γήρανσης του πληθυσμού (ΟΟΣΑ, 2013).
Το ίδιο στην Ε.Ε. -27, λόγω της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης του ενεργού πληθυσμού και της γήρανσης του πληθυσμού, το 2015 θα αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος σε τέσσερις εργαζόμενους και το 2060 θα αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος σε δύο εργαζόμενους με το επίπεδο παραγωγικότητας και το επίπεδο απόδοσης της ευρωπαϊκής οικονομίας σημαντικά περιορισμένο. Έτσι, εκτιμάται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2012) ότι 40%-60% των δημοσίων δαπανών επηρεάζεται από την διάρθρωση της ανεργίας και των ηλικιών του πληθυσμού. Επίσης, εκτιμάται ότι κατά την περίοδο 2010-2060 οι δημόσιες δαπάνες που επηρεάζονται από την διάρθρωση των ηλικιών του πληθυσμού θα αυξηθούν στην Ε.Ε.-27, κατά 4,1 φορές περισσότερο, ως τμήμα του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).
Ειδικότερα, η αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 1,5 φορά, την αύξηση των δαπανών υγείας κατά 1,1 φορά και από την δυσμενή εξέλιξη της σχέσης συνταξιούχων–εργαζομένων κατά 1,5 φορά. Στην Ελλάδα, το 2010, η προσδοκώμενη αναμενόμενη ζωή στην ηλικία των 65 ετών ήταν 17 χρόνια για τους άνδρες και 21 χρόνια για τις γυναίκες. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής υποδηλώνει την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών για ακόμη πιο μακρές χρονικές περιόδους.
Επίσης, υποδηλώνει την διαμόρφωση συνθηκών ισορροπίας οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας, παρέχοντας συντάξεις οι οποίες θα απομακρύνουν την πλειοψηφία των συνταξιούχων από την κατάσταση φτώχειας με χρηματοδότηση εργαζομένων και φορολογουμένων ικανή να ανταποκριθεί στις μακροχρόνιες υποχρεώσεις του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην χώρα μας. Επομένως, το ερώτημα που προ- κύπτει είναι: με ένα σταδιακά μικρότερο αριθμό εργαζομένων και ένα σταδιακά με- γαλύτερο αριθμό συνταξιούχων, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, ποιο τελικά θα είναι το νέο πλαίσιο χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος; Θα είναι η υπερφορολόγηση των εργαζομένων, η αύξηση των εισφορών, η περαιτέρω μείωση των συντάξεων ή η αναζήτηση νέων πόρων προκειμένου να εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι για την καταβολή των συντάξεων των ήδη και των μελλοντικών συνταξιούχων;
Στο ερώτημα αυτό η απάντηση συνίστα- ται στην ανάλυση και επεξεργασία των πλη- θυσμιακών εξελίξεων, της ανεργίας, των μισθών, της ύφεσης, της ανάκαμψης και της μείωσης των συντάξεων στην Ελλάδα, καθώς και στην συσχέτιση τους με την μακροχρόνια (2013-2050) βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (εκτός ΝΑΤ, ΟΓΑ, Δημόσιο) με την εφαρμογή αναλογιστικών προσεγγίσεων (Σ. Ρομπόλης – Β. Μπέτσης, 2013). Από την άποψη αυτή προκύπτει ότι: α) η οριακή ισορροπία του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην χώρα μας ανατρέπεται από το τέλος του 2015, αφού το 2016 απαιτούνται πρό- σθετοι πόροι 0,52% του ΑΕΠ (940 εκατ. ευρώ), το 2017 απαιτούνται 1,01% του ΑΕΠ, το 2020 απαιτούνται 1,24% του ΑΕΠ, το 2030 απαιτούνται 2,89% του ΑΕΠ, κλπ, β) η γήρανση του πληθυσμού συμβάλει στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπα- νών κατά 15% και με διαφορετικά σενάρια εκτίμησης της θνησιμότητας αυτή η επι- βάρυνση προσεγγίζει το 27% (2050), γ) οι περικοπές των συντάξεων και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης εάν δεν συνοδεύονταν από τις συνθήκες ύφε- σης και εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, τότε το οριακό έτος στην εξέλιξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων θα ήταν περίπου το 2025.
Η παρατεταμένη και βαθειά ύφεση καθώς και η ανεργία μετατόπισε το οριακό έτος δέκα χρόνια νωρίτερα (2015). Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα αναδεικνύει την αναγκαιότητα νέου πλαισίου χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος με την ανεύρεση νέων πόρων εκτός των ασφαλιστικών εισφορών και εκτός του Κρατικού Προϋπολογισμού π.χ. κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, χρηματιστηριακές και τραπεζικο–πιστωτικές συναλλαγές, επιχειρήσεις τυχερών παιχνιδιών, κλπ, (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 2010).
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην μηνιαία έκδοση Φεβρουαρίου του ΙΝΕ /ΓΣΕΕ

Του Σάββα Ρομπόλη*
Πηγή: fpress.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: