Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Η «κανονικότητα» της φτώχειας

Οι περίφημες θεωρίες περί «κοινωνικών μερισμάτων» αλλά και οι άλλες περί «ανάπτυξης» και «φιλικού περιβάλλοντος για τους επενδυτές» είναι «τρίχες κατσαρές». Δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος τις συνέκρινε με τη θεολογική προσέγγιση της εγκράτειας.
Μία ανακοίνωση της Eurostat για τον πληθυσμό που απειλείται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ουσιαστικά ακύρωσε την επιχείρηση «Κανονικότητα», η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο τόσο της σημερινής όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Eurostat αναφορικά με το ποσοστό των πολιτών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Eλλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 31,8% του πληθυσμού απειλείται από τη φτώχεια, ενώ μικρή είναι η διαφορά από τις δύο πρώτες χώρες (τη Βουλγαρία όπου το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 32,8% και τη Ρουμανία στο 32,5%).
Τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί; Πολύ απλά ότι ένας στους τρεις Ελληνες, ακόμη κι αν λαμβάνει κοινωνικές παροχές, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, υποφέρει από σημαντική στέρηση υλικών αγαθών καθώς ζει σε ένα εξαιρετικά χαμηλόμισθο νοικοκυριό. Αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία της έρευνας, θα διαπιστώσει ότι η φτώχεια δεν κάνει διαχωρισμούς. Χτυπά παντού και όλους: μορφωμένους, εργατικούς, νέους, μεσήλικες...
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το εύρημα ότι στη σημερινή Ελλάδα το 17% των Ελλήνων με τριτοβάθμια εκπαίδευση απειλείται με φτώχεια ή ότι οι περισσότεροι μεσήλικοι άνεργοι έχουν παραδοθεί στην εγκατάλειψη, καθώς οι πιθανότητες να βρουν δουλειά έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο.
Αν μελετήσει κάποιος ανάλογες στατιστικές που έγιναν από το 2010 μέχρι σήμερα, διαπιστώνει ότι η μόνη «κανονικότητα» που ισχύει είναι αυτή για την οποία όλοι οι πρωθυπουργοί αποφεύγουν να μιλούν ευθέως: η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση. Στον τόπο μας σήμερα η περίφημη κοινωνία των 2/3 είναι πλέον μια πραγματικότητα.
Αψευδής μάρτυρας, τα ευρήματα έρευνας για τη φτώχεια του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW) που έγινε πριν από λίγα χρόνια και δημοσιοποιήθηκε πριν από δύο χρόνια και η οποία αποκαλύπτει ότι στην οκταετία 2008-2015 το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα αυξήθηκε περισσότερο από 40%.
Σημειώνεται ότι για τη μέτρηση αυτή οι Γερμανοί ερευνητές, σε αντίθεση με τις μετρήσεις της Eurostat που γίνονται με βάση το εισόδημα (όποιος αμείβεται με λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος απειλείται από τη φτώχεια), χρησιμοποίησαν έναν «πολυδιάστατο δείκτη φτώχειας», ο οποίος ανάγεται στον Ινδό οικονομολόγο και φιλόσοφο Αμάρτια Σεν.
Ο δείκτης λαμβάνει υπόψη εκτός από το εισόδημα και τη στέρηση υλικών αγαθών, τους παράγοντες υποαπασχόληση, χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τις επιπτώσεις διαμονής σε υποβαθμισμένες περιοχές και, τέλος, τους περιορισμούς που σχετίζονται με την υγεία.
Αυτές οι δύο έρευνες αρκούν για να καταδείξουν ότι είτε οι πολιτικοί δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα της χώρας είτε ότι τη γνωρίζουν τόσο καλά, ώστε επινοούν κάθε λογής ιστορίες για να μας απομακρύνουν από το πραγματικό πρόβλημα: τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση του ενός τρίτου του πληθυσμού της.
Οι περίφημες θεωρίες περί «κοινωνικών μερισμάτων» αλλά και οι άλλες περί «ανάπτυξης» και «φιλικού περιβάλλοντος για τους επενδυτές» είναι «τρίχες κατσαρές». Δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος τις συνέκρινε με τη θεολογική προσέγγιση της εγκράτειας, της εγκαρτέρησης και της τυφλής υποταγής, η οποία με άλλοθι το «πίστευε και μη ερεύνα» μεταθέτει την «ανταμοιβή» μεταθανάτια με μια θέση στον παράδεισο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο οι θεωρίες περί «επενδυτών» και «ανάπτυξης» του κ. Μητσοτάκη όσο και οι άλλες περί «κοινωνικού μερίσματος» που πρόβαλλε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετωπίζουν τη φτώχεια που υπάρχει πλέον διάχυτη στην Ελλάδα, αλλά τη διαχειρίζονται είτε με το να τη συγκαλύπτουν είτε με το να κρατούν μέσω των προσδοκιών σε κατάσταση ύπνωσης τα θύματα της ένδειας και της περιθωριοποίησης.
Αν ήθελαν πραγματικά να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια, θα έκαναν το αυτονόητο: θα άλλαζαν την πολιτική που την προκάλεσε και θα έθεταν νέες ιεραρχήσεις. Για παράδειγμα, θα άλλαζαν το μείγμα της φορολογικής πολιτικής, που είναι μία από τις αιτίες της φτωχοποίησης των Ελλήνων, η οποία από το 2019 γονάτισε τους αδύνατους και επιδότησε τους πλούσιους.
Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Hans Böckler, τα χαμηλότερα στρώματα αναγκάστηκαν να υποστούν φορολογικές επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν έως και 337% σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα, τα ανώτερα οικονομικά στρώματα υπέστησαν περαιτέρω επιβαρύνσεις μόλις 9%. Και όμως κανείς δεν μιλά γι’ αυτό. Στο όνομα της «ανάπτυξης» και των «επενδύσεων», πετάνε κάποια «ψίχουλα» στους φτωχούς και «χαρίζουν» φούρνους στους πλούσιους. Αποτέλεσμα; Η φτώχεια να παραμένει και να περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να φουντώσει.
Ακόμα ένα παράδειγμα είναι η προστασία της αμοιβής εργασίας ώστε να περιοριστεί το τσουνάμι των «φτωχών εργαζόμενων». Οχι μόνο δεν παρεμβαίνουν, αλλά επικαλούμενοι την... ανάπτυξη περικόπτουν εργασιακά δικαιώματα. Κοιτάξτε τι γίνεται με το Ελληνικό. Μιλούν για χιλιάδες θέσεις εργασίας και για νέες δουλειές που θα μοιράσουν ψωμί στους ανθρώπους. Ομως κανείς δεν έχει πει το παραμικρό για το τι λογιών δουλειές θα είναι αυτές, πόσο θα πληρώνονται, τι διάρκεια θα έχουν και πόσο θα κοστίσουν στον προϋπολογισμό. Αλλά τι να πουν; Οτι θα είναι κακοπληρωμένες δουλειές που θα αναπαράγουν τη φτώχεια ή ότι το δημοσιονομικό κόστος των «παροχών» στους Λατσαίους -και όσους μας κουβαλήσουν- κινδυνεύει να είναι μεγαλύτερο από το δημοσιονομικό όφελος;
Η αλήθεια είναι ότι πίσω από αυτήν την ψευδαίσθηση της «κανονικότητας» που με τόση επιμέλεια προσπαθεί να καλλιεργήσει το πολιτικό σύστημα, κρύβονται μερικές επώδυνες αλήθειες και ακόμα περισσότερες ανεπάρκειες.
Η πρώτη και μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και με χίλια δυο τεχνάσματα και επινοήσεις προσπαθούν να μας συμφιλιώσουν με αυτήν. Αλλά η Ιστορία δείχνει ότι όσο λειτουργεί το «ξυπνητήρι» της φτώχειας, η πείνα, οι πεινασμένοι θα αναζητούν τρόπους για να χορτάσουν.

Γιάννης Σιώτος - Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: