Στη Μακεδονική Δημοκρατία ανεγείρονται κτήρια μπαρόκ, γιατί «ένας Μακεδόνας εφηύρε τον ρυθμό». Αγάλματα του Αλεξάνδρου, της Κλεοπάτρας, του Σαμουήλ, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου λένε στους διαβάτες ότι ήσαν Μακεδόνες, όχι Έλληνες ή Βούλγαροι. Αυτά είναι αποτελέσματα μιας εθνικιστικής κυβέρνησης. Έχουμε όμως εθνικιστικά φαινόμενα που προκαλούν γέλιο και στο δικό μας κράτος. Π.χ., οι λέξεις «Πασαλιμάνι» και «Τουρκολίμανο», που χρησιμοποιούν οι Πειραιώτες, επισήμως δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο οι λέξεις «Ζέα» και «Μικρολίμανο». Έτσι ο εθνικισμός γελοιοποιεί τη χώρα που υποτίθεται ότι λατρεύει.
Πόσο αγαπά ο εθνικιστής τη χώρα του, όταν είναι διατεθειμένος να τη γελοιοποιεί; Ίσως δεν την αγαπά καθόλου. Το 1940, κοντά στους δεξιούς που αντιστέκονταν στις δυνάμεις κατοχής και ήσαν εξίσου πατριώτες με τους αριστερούς συναγωνιστές τους, υπήρχαν οι εθνικιστές που συνεργάζονταν με τους ομοϊδεάτες τους εχθρούς ενάντια στους Έλληνες πατριώτες. Αγαπούσαν τη χώρα τους; Από πατριωτική άποψη, ο ταγματασφαλίτης όχι μόνο δεν είναι πατριώτης, αλλά είναι προδότης, χειρότερος από εχθρό. Αν ο εθνικισμός ήταν απλώς μια έντονη μορφή πατριωτισμού, όπως νομίζουν πολλοί, δεν θα οδηγούσε σε εθνική προδοσία. Ο εθνικισμός εκθειάζει το έθνος πέραν της πατρίδας και ενίοτε εις βάρος των υπερασπιστών της, που λέγονται «πατριώτες» γιατί την αγαπούν.
Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να στηρίξει τη δίωξη των νεοναζί αποτελεί νίκη της δημοκρατίας, αλλά και του πατριωτισμού. Απλώς το δεύτερο δεν είναι τόσο εμφανές όσο το πρώτο, γιατί αυτοί οι δηλωμένοι εχθροί της δημοκρατίας λένε ότι αγαπούν την πατρίδα, πράγμα που δεν είναι καθόλου βέβαιο. Το 1945, στη Γαλλία, ο δεξιός πατριώτης ντε Γκωλ έκανε κυβέρνηση με τους κομμουνιστές πατριώτες και εκτελούσε εθνικιστές δωσίλογους. Ώς τώρα, η Δεξιά μας δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιο πατριωτισμό.
Πώς μπορεί όμως κανείς να αγαπά το έθνος του εις βάρος της πατρίδας του; Ας επιστρέψουμε στους βορειοδυτικούς γείτονές μας. Μιλούν μια σλαβική γλώσσα, αλλά δεν είναι η γνήσια γλώσσα τους, γιατί «δεν είναι Βούλγαροι». Ο Αλέξανδρος διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά ούτε τα ελληνικά είναι η γνήσια γλώσσα τους, γιατί «δεν είναι Έλληνες». Κατασκευάζουν ένα ον, το «Μακεδονικό έθνος», από το οποίο αφαιρούν όσα χαρακτηριστικά των ιστορικών Μακεδόνων δεν αντιστοιχούν στα δικά τους σήμερα (τη συμμετοχή στον ελληνικό πολιτισμό) και όσα χαρακτηριστικά των τωρινών κατοίκων της γεωγραφικής περιοχής της «Μακεδονίας» (οι οποίοι είναι σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι και ελληνόφωνοι) δεν αντιστοιχούν στα χαρακτηριστικά που θα είχαν κατ᾽ αυτούς οι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων. Οι εθνικιστές της Δημοκρατίας της Μακεδονίας καταδικάζουν έτσι περίπου το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την ίδια την ταυτότητά τους. Με άλλα λόγια, μισούν τον εαυτό τους.
Τον πατριώτη συγκινούν τα χαρακτηριστικά των συμπατριωτών του. Ο εθνικιστής θέλει να παραμερίσει ένα μεγάλο μέρος από αυτά, για να βάλει στη θέση τους άλλα, που εξάγει από την κατασκευή που έχει στο μυαλό του. Ο πατριώτης αποδέχεται τον εαυτό του ως προϊόν της ιστορίας του, ο εθνικιστής μισεί αυτό που είναι ο ίδιος και πασχίζει να το αλλάξει παραποιώντας την ιστορία του. Έτσι εξηγείται γιατί ο εθνικιστής μπορεί να είναι το αντίθετο του πατριώτη.
* Ο Γιώργος Φαράκλας διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή: avgi.gr