Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Reaganomics στην Ελλάδα: έχουμε τελικά ανάπτυξη;

Τα ετερόδοξα
H ελληνική οικονομία από το τέλος της πανδημίας παρουσιάζει σημάδια ταχείας ανάκαμψης. Ο κρατικός προϋπολογισμός καταγράφει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα πήρε στις αρχές του έτους επενδυτική βαθμίδα και η ανεργία βρίσκεται για πρώτη φορά μετά την κρίση κοντά σε μονοψήφια νούμερα. Η οικονομία βρίσκεται σε τροχιά σταθεροποίησης, κι αυτό αποτυπώνεται σε όλους τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες. Είναι επομένως λογικό να υποθέσει κάποιος ότι έχει έρθει πλέον η ανάπτυξη και ότι το βιοτικό επίπεδο θα πρέπει αργά ή γρήγορα να ακολουθήσει την ίδια πορεία, εάν δεν το έχει κάνει ήδη. Ωστόσο, η ανάλυση των δεδομένων διαφωνεί με αυτή την αισιόδοξη προοπτική.
Η εξέλιξη του πραγματικού εισοδήματος
Ο πιο άμεσος τρόπος να εξετάσουμε εάν η πρόσφατη μακροοικονομική πορεία της χώρας έχει οδηγήσει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του πραγματικού εισοδήματος, τόσο των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων όσο και των πλουσιότερων. Το Διάγραμμα 1 απεικονίζει την εξέλιξη του μέσου ατομικού, πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος ανά δεκατημόριο. Το 1ο δεκατημόριο περιλαμβάνει τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα, και ανά δεκατημόριο το εισόδημα αυξάνεται μέχρι το 10ο δεκατημόριο, το οποίο περιλαμβάνει το πλουσιότερο τμήμα της κοινωνίας. Ετσι, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις μεταβολές σε ολόκληρη την κατανομή εισοδήματος και να διακρίνουμε ποιες κοινωνικές ομάδες έχουν βγει κερδισμένες από την ανάκαμψη και ποιες όχι.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, εξετάζουμε δύο χρονικές περιόδους, το 2015-2019 και το 2019-2023, όπου σταματάνε και τα διαθέσιμα στοιχεία. Την περίοδο 2015-2019 το πιο φτωχό τμήμα των πολιτών, στο 1ο δεκατημόριο, είδε αύξηση στο μέσο εισόδημά του άνω του 45% ενώ το πιο πλούσιο τμήμα των πολιτών, στο 10ο δεκατημόριο, είδε μείωση στο διαθέσιμο εισόδημά του κατά 2,7%. Αντίθετα, την περίοδο 2019-2023, το πιο φτωχό τμήμα είδε μείωση στο πραγματικό εισόδημα 8,1% ενώ το πιο πλούσιο τμήμα είδε αύξηση κατά 12,9%. Στην πλειονότητά τους δηλαδή τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα αυξήθηκαν περισσότερο το 2015-2019 σε σύγκριση με το 2019-2023.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε τα εξής. Ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης των χαμηλότερων εισοδημάτων την περίοδο 2015-2019 δεν οφείλεται σε κάποια προοδευτική ή κεϊνσιανή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε σε καθεστώς σκληρής λιτότητας, υψηλών πλεονασμάτων και υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, με ταυτόχρονη απουσία στρατηγικής για μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη. Απλώς τα πολύ χαμηλά εισοδήματα είχαν συμπιεστεί σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα την περίοδο της κρίσης και είχαν χώρο να αυξηθούν. Η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η πρώτη αύξηση του κατώτατου από το 2012, και η διανομή μέρους των υπερ-πλεονασμάτων στα τέλη της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ σε κοινωνικές ομάδες με πολύ χαμηλό εισόδημα, αύξησαν τα πολύ χαμηλά εισοδήματα σε μια προσπάθεια διαχείρισης της γενικευμένης φτώχειας.
Την περίοδο 2019-2023, η χαλαρή δημοσιονομική στάση στα χρόνια μετά την πανδημία σε συνδυασμό με την πρόσφατη επανεκκίνηση του ιδιωτικού δανεισμού οδήγησε σε ανάκαμψη την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, αυτή η ανάκαμψη βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση των πλουσιότερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά των μη μισθωτών, ενώ ο πολύ υψηλός πληθωρισμός σε είδη βασικής ανάγκης συρρίκνωσε τα πραγματικά εισοδήματα, παρ’ όλο που τα ονομαστικά αυξήθηκαν γρηγορότερα σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα συνέχισε να καταγράφει τις χαμηλότερες επενδύσεις σαν ποσοστό του ΑΕΠ και τις χαμηλότερες εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας σε όλη την Ε.Ε., χωρίς κανένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Νέα Δημοκρατία ακολουθεί ένα υπόδειγμα trickle down economics: ένα σύνολο πολιτικών που εφάρμοσε ο Ρ. Ρίγκαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 –γνωστό και με το παρατσούκλι Reaganomics–, που υποστήριζαν ότι η ανάπτυξη θα έρθει από την αύξηση της ανισότητας και ότι τα οφέλη θα διαχυθούν σταδιακά από τους πλούσιους στους φτωχότερους.
Ο χαρακτήρας της «ανάπτυξης»
Δυστυχώς όμως αυτό που βιώνουμε δεν είναι ανάπτυξη. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν αναιμικές, η συντριπτική πλειονότητά τους επικεντρώνεται στο real estate, ενώ η μεταποίηση, η πληροφορική και οι νέες τεχνολογίες βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα και χωρίς ιδιαίτερη δυναμική. Αυτό έχει αποτέλεσμα η πλειονότητα των θέσεων απασχόλησης αυτή τη στιγμή, 7 στις 10, να είναι χαμηλών ή μέτριων δεξιοτήτων και το τεχνολογικό και παραγωγικό κενό να διευρύνεται. Αυτή η εικόνα αντικατοπτρίζεται και στο παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη και μικρή βιομηχανία, συρρικνωμένος κλάδος πληροφορικής και νέων τεχνολογιών και ταυτόχρονα υπερτροφικός τουρισμός και ακίνητα προσανατολισμένα στη βραχυχρόνια μίσθωση.
Μήπως όμως έστω με την ανάκαμψη που βλέπουμε από το real estate και τον τουρισμό ο κόσμος θα πρέπει τελικά να προσδοκά μακροχρόνια βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου; Η απάντηση είναι και πάλι αρνητική. Η αγοραστική δύναμη του κόσμου σε αυτές τις συνθήκες δύσκολα θα αυξηθεί σημαντικά. Πρώτον, για να αυξάνονται οι μισθοί απαιτείται σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κάτι που δεν παρατηρείται. Δεύτερον, ενώ η αγορά εργασίας έχει απορρυθμιστεί πλήρως τα τελευταία 15 χρόνια, η αγορά προϊόντων παραμένει σε μεγάλο βαθμό ολιγοπωλιακή, με καρτέλ να ελέγχουν τις τιμές σε σειρά από σημαντικές αγορές. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης καταλήγει να γίνεται υπερκέρδη, προμήθειες και πρόσοδοι, ενώ οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν χαμηλοί.
Ο απλούστερος τρόπος να μετρήσουμε τον βαθμό μονοπωλίου είναι ο δείκτης Lerner. Ο δείκτης δείχνει πόση δύναμη έχουν οι επιχειρήσεις στην αγορά, μετρώντας πόσο οι τιμές υπερβαίνουν το συνολικό κόστος παραγωγής – συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των εισαγωγών και των φόρων. Οσο υψηλότερος είναι ο δείκτης τόσο λιγότερο ανταγωνιστική και περισσότερο μονοπωλιακή είναι η οικονομία. Στην Ελλάδα σήμερα οι επιχειρήσεις ασκούν περίπου 22% μεγαλύτερη μονοπωλιακή ισχύ στην αγορά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ο βαθμός μονοπωλίου μάλιστα αυξήθηκε κερδοσκοπικά κατά τη μεταπανδημική περίοδο, οδηγώντας σε υπέρμετρο πληθωρισμό κερδών. Πολλές επιχειρήσεις, δηλαδή, με αφορμή την εισαγόμενη ακρίβεια, βρήκαν ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας και των εργαζομένων, αυξάνοντας την οικονομική ανισότητα και συρρικνώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα.
Αυτό το παραγωγικό μοντέλο δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικο, αλλά είναι και οικονομικά αναποτελεσματικό. Είναι ένα μοντέλο όπου κυριαρχούν η απουσία ανταγωνισμού, η φθηνή εργασία και οι άπειρες ώρες δουλειάς, εξασφαλίζοντας εύκολα κέρδη χωρίς να δίνει κίνητρα για γρήγορη τεχνολογική αλλαγή και αύξηση της παραγωγικότητας και των μισθών. Στην Ελλάδα επικράτησε την τελευταία δεκαπενταετία η πεποίθηση ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των μισθών, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και μέσω των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, δηλαδή της εστίασης και του τουρισμού. Αυτό το μείγμα πολιτικής οδήγησε σε πολύ σημαντική ανάκαμψη της κερδοφορίας, στο υψηλότερο μερίδιο κερδών που έχει καταγραφεί ποτέ ιστορικά στην Ελλάδα, και ταυτόχρονα σε μια αδύναμη ελληνική οικονομία με υψηλά επίπεδα φτώχειας, μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων και εκτός ελέγχου άνοδο του κόστους ζωής.
Η οικονομία της Ελλάδας βρίσκεται στο οικονομικό διεθνές περιθώριο και χρειάζεται δημόσια συζήτηση από κοινωνικούς, πολιτικούς και επιστημονικούς φορείς για μια νέα οικονομική πορεία.

Αχιλλέας Μαντές - PhD Ερευνητής στο τμήμα μακροοικονομικού modelling του Γαλλικού Οργανισμού Ανάπτυξης
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: