Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, χρόνια πολλά!

Όταν η απόφαση ενός δημοψηφίσματος αντίκειται στα συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης, ξεκινούν οι αναλύσεις για τα όρια της δημοκρατίας και την τυραννία των πολλών. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω ότι αυτή η στάση, εκ μέρους των δυσαρεστημένων, είναι εντελώς υποκριτική. Όλοι, πάντα, υφιστάμεθα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, οι οποίες σε πλείστες περιπτώσεις στο παρελθόν είχαν υπάρξει ανόητες ή και σημαντικά επιζήμιες κοινωνικά.
Οι προβληματισμοί για τα όρια της δημοκρατίας είναι υποκριτικοί υπό την έννοια ότι το υπονοούμενο ερώτημα είναι τι θα έπρεπε να γίνει όταν, λόγω κάποιου στραβοπατήματος, η πλειοψηφία στα πρόσφατα δημοψηφίσματα αρνήθηκε να εισακούσει την προπαγάνδα των ελίτ.
Ήταν πιο σώφρονες οι Άγγλοι που ψήφιζαν τον Μπλαιρ και τον Μπράουν; Μια χαρά μπουμπούνες ήταν, και οι μορφωμένοι και οι αμόρφωτοι. Κανείς δεν ανησυχούσε όμως, γιατί κάναν αυτό που τους λέγαν. Αμφισβητείται τώρα ο Κόρμπυν από αυτούς που δεν είχαν πρόβλημα να ψηφίζουν την επέμβαση στο Ιράκ το 2003, αλλά τους ενόχλησε που δεν ήταν αρκετά μαχητική η ηγεσία τους στην υπεράσπιση της παραμονής στην ΕΕ.
Στη δική μας περίπτωση, λύσσαξαν τα κανάλια να μας μιλούν για τις φωνές του λαϊκισμού, πέρσι τέτοιον καιρό. Έκλαιγε ο άλλος μπροστά στην κάμερα, για την κατάντια του λαού του, που δεν ψήφιζε αυτό που έπρεπε. Σε όλο αυτό το πεδίο του εθνικού οδυρμού, ένας άνθρωπος μόνο είχε το θάρρος να θέσει το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις: ο Δήμος Βερύκιος. Είναι (απ’  όσο γνωρίζω) ο μόνος δημοσιογράφος που έχει κλάψει δημοσίως από αγάπη για το αφεντικό του. Αυτό μάλιστα! Αντί να οδύρεσαι υποκριτικά για την κατάντια της δημοκρατίας και της πατρίδας, είναι πολύ πιο έντιμο και ειλικρινές να κλαις για το αφεντικό σου.
Υπάρχουν δημαγωγοί και λαϊκιστές. Σύμφωνοι. Από τον καιρό της αρχαίας δημοκρατίας, η κατηγορία εναντίον της δημοκρατίας ήταν πως ο όχλος είναι εκτεθειμένος στις ορέξεις των δημαγωγών. Ωραία, όμως ποια είναι η λύση; Ο σοφός κυβερνήτης; Ο φιλόσοφος βασιλιάς ή, στην εποχή μας, ο σοφός τεχνοκράτης; Αν ο δήμος αποφασίσει η γέφυρα να γίνει χάρτινη, πρέπει να γίνει χάρτινη. Όχι γιατί ο δήμος έχει δίκιο, αλλά γιατί έχει μεγαλύτερη σημασία η ελευθερία του να αποφασίζει τη μοίρα του. Αν τώρα έχουν δίκιο οι ειδικοί που θέλουν τη γέφυρα από μπετόν, κάποια άλλη στιγμή θα έχουν άδικο. Και εγώ δεν θέλω να αποφασίζουν άλλοι.
Αυτό ισχύει απόλυτα; Όχι, τίποτα δεν ισχύει απόλυτα. Αν η πλειοψηφία της κοινωνίας μας αποφασίσει να ψήνει Εβραίους ή πρόσφυγες στον φούρνο, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι  μου για να τους σταματήσω, ας είναι και δημοκρατική απόφαση. Και αν η πλειοψηφία της κοινωνίας μου ψηφίζει ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, Λεβέντη και Ποτάμι, θα προσπαθήσω με όλες μου τις ταπεινές δυνάμεις να εξηγήσω ότι κακώς επιλέγει αυτό που επιλέγει και να το ανατρέψω πολιτικά.
Οδύρεται η εγχώρια φιλελεύθερη διανόηση για τον αμόρφωτο Άγγλο που ψήφισε ενάντια στο συμφέρον της χώρας του, όπως πέρσι χτυπιόταν που νίκησαν οι δυνάμεις του λαϊκισμού. Να ρωτήσω κάτι απλό: Εγώ δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ότι «ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της». Όμως αυτό το λέει σύσσωμη η φιλελεύθερη διανόηση της χώρας, μαζί και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ως αυτοκριτική για τον παλιό, κακό τους εαυτό. Πού ήταν λοιπόν όλοι αυτοί όταν ο λαός έπαιρνε αυτές τις καταστροφικές αποφάσεις; Δεν ξέρω πού ήταν, αλλά ξέρω τι έκαναν: καλοπερνούσαν και χαμογελούσαν. Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ η δημοκρατία. Αυτός ο προβληματισμός προκύπτει όποτε οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αποτυγχάνουν στη χειραγώγηση. Έτσι  συνέβη με το ελληνικό δημοψήφισμα, έτσι συνέβη και με το βρετανικό.
Όπως εξηγεί ο Αλαίν Μπαντιού, σε μια συλλογή κειμένων με γενικό τίτλο «Τι είναι λαός;» (εκδ. του Εικοστού Πρώτου),  οι ελίτ πάντα θεωρούν ως νόμιμο συνομιλητή τους την περίφημη μεσαία τάξη, αυτόν δηλαδή τον πολτό των ειρηνικών δυσαρεστημένων που περιμένουν καρτερικά την ανάπτυξη με μοχλό την κρατική φιλανθρωπία και που ασκούν κριτική μόνο υπό τον όρο ότι θα είναι τόσο νερόβραστη και αδρανής ώστε δεν θα ενοχλήσει ποτέ το σύστημα στο οποίο απευθύνεται. (Αναδιατύπωσα κάπως, θα το αντιληφθήκατε).
Μέσα σε όλη αυτή την παραπλανητική φασαρία, παραμένει ένα πρόβλημα ανοιχτό, εντελώς ουσιώδες: η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν άνοιξε ο Κάμερον αυτή την κουβέντα. Είναι υπαρκτό πρόβλημα. Αν η σοφή λύση των παραπονούμενων είναι ότι έπρεπε να κρυφτεί αποτελεσματικότερα κάτω από το χαλί, το ερώτημα είναι: για πόσο ακόμα;
Οι εγχώριοι και οι Βρετανοί ολιγάρχες έπαθαν ένα σοκ, έκλαψαν και στηθοχτυπήθηκαν γιατί ο λαός ψήφισε κάτι που τους φαίνεται ανόητο. Καλώς ήρθατε στη δημοκρατία! Το πρόβλημα σας δεν είναι η τυραννία της πλειοψηφίας. Είναι ότι για πρώτη φορά η πλειοψηφία δεν έκανε ό,τι της είπατε.
Στο ελληνικό δημοψήφισμα φρόντισε η εγχώρια ελίτ να ανατρέψει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να πράξει το αντίθετο από αυτό που αποφάσισε η πλειοψηφία. Αυτό ακριβώς συνιστά και ένα ερώτημα του σημερινού κατεστημένου, πώς θα βρει τον τρόπο να παρακάμψει την απόφαση του βρετανικού λαού. Είναι λογικό και αναμενόμενο. Μάλιστα θα προχωρούσα ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ότι δεν έχει κανένα νόημα να παραπονείται κανείς για την αθέτηση της απόφασης. Τίποτα, ποτέ δεν τελειώνει μονομιάς. Κάθε λαϊκή απόφαση εναντίον των συμφερόντων της ευρωπαϊκής ελίτ θα είναι ένα μικρό βήμα μιας πολύ μεγάλης πορείας διαρκών, συνεχών διεκδικήσεων, που θα συναντούν πάντοτε την αντίδραση των αντιπάλων της. Από αυτή την άποψη, η (δικαιολογημένη) εμμονή μας στον εξευτελισμό της απόφασης του δημοψηφίσματος και η οργή για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το θράσος να το επικαλείται, οφείλεται δυστυχώς στο ότι έκτοτε δεν έγινε (δηλαδή: δεν κάναμε) τίποτα.
Το πρόβλημα δεν είναι η δημοκρατία. Πάντα, και τώρα, οι αποφάσεις της είναι ατελείς και ριψοκίνδυνες, όπως όλες οι αποφάσεις. Όμως αποτυπώνουν μια πραγματική κοινωνική συνθήκη. Μέχρι χθες αποτύπωναν τη λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη συναίνεση», λοιπόν κανείς δεν προβληματιζόταν, σήμερα αποτυπώνουν μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς το ευρωπαϊκό γραφειοκρατικό τέρας. Όμως δεν ωφελεί να παραπονούμαστε για το ότι οι απόψεις των λαών δεν γίνονται σεβαστές. Τίποτα δεν είναι σεβαστό, ούτε η ίδια η ζωή. Ό,τι γίνεται, θα γίνεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς διεκδίκησης, όταν και όσο μπορεί να συντηρείται το πάθος της ενάντια στις ματαιώσεις. Καθώς μιλούμε συχνά για την αρχαία δημοκρατία, αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι η συμμετοχή εκεί ταυτιζόταν με μια πολιτική κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά, μάλιστα διαρκούς σωματικής παρουσίας, με αποφάσεις που λαμβάνονταν στην Εκκλησία του δήμου μία φορά κάθε εννιά μέρες την εποχή του Αριστοτέλη, ενώ η διεξαγωγή πολέμου θα συζητιόταν κάθε βδομάδα (βλ. εδώ μια περιγραφή από τον καθ’ ύλην αρμόδιο, εδώ μια ενδιαφέρουσα κριτική στο πιο πρόσφατο σχετικό βιβλίο του.)
Όσο για τα παράπονα της άλλης πλευράς, για τα δυσάρεστα αποτελέσματα που προκύπτουν τελευταία όταν ρωτάς τους λαούς: Διαμορφώνουμε συμμαχίες παλεύοντας με τις ιδέες που πλανώνται στην πολιτική μας ατμόσφαιρα και αγωνιζόμαστε να ζήσουμε μια ζωή πιο κοντά στις επιθυμίες μας. Εις ό,τι με αφορά, πάντα έτσι ήταν, υπήρχε απόσταση ανάμεσα στον κόσμο και τις επιθυμίες μου. Εις ό,τι αφορά τον Κάμερον, τους Εργατικούς και το ελληνικό «μέτωπο της λογικής», περαστικά! Ορίστε λοιπόν πώς είναι να μη σου βγαίνουν τα χαρτιά και να απομακρύνεται η πραγματικότητα από τις επιθυμίες σου. Εύχομαι το χάσμα για σας να  μεγαλώνει, γιατί μόνο έτσι μικραίνει από τη δική μας μεριά.
«Διελκυστίνδα» είναι κατά κυριολεξία ένα παιχνίδι όπου και οι δύο πλευρές τραβούν το σκοινί προς το μέρος τους. Το βήμα που χάνει ο ένας, το κερδίζει ο άλλος. Η αναπάντεχη περσινή νίκη του ΟΧΙ, ήταν μόνο μία στιγμή. Αν κάτι έχει νόημα σε αυτές τις συνθήκες, είναι να επιμείνουμε να ματαιώνουμε δημιουργικά τους σχεδιασμούς που γίνονται εις βάρος μας. Όχι άπαξ, αλλά συνεχώς.

του Κωνσταντίνου Πουλή
Πηγή: thepressproject.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: