Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Ο «υγιής ανταγωνισμός» και άλλα παραμύθια

Πάνω από 96 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν πληρώσει από το 2000 οι αμερικανικές εταιρείες για διευθέτηση κατηγοριών σύστασης καρτέλ και πρόστιμα, όπως αποκαλύπτει έκθεση στις ΗΠΑ. ● Τράπεζες και φαρμακευτικές στην κορυφή του «υγιούς ανταγωνισμού».
Ο καπιταλισμός είθισται να ορίζεται ως ένα σύστημα συνεχούς ανταγωνισμού στο οποίο οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση: οι παραγωγοί αγαθών και υπηρεσιών ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να βρουν αγοραστές, προσφέροντας έκαστος τις ελκυστικότερες τιμές.
Αυτά, ωστόσο, ισχύουν μόνο στη θεωρία.
Στην πράξη, ο ανταγωνισμός είναι συνήθως κενό γράμμα. Μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις εταιρικής μορφής που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, εκμεταλλεύονται το υψηλό μερίδιο αγοράς που κατέχουν και συχνά-πυκνά έρχονται σε κρυφές συμφωνίες μοιράζοντας την αγορά και ορίζοντας οι ίδιες τις τιμές. Είναι ο κόσμος των καρτέλ, του παράνομου καθορισμού των τιμών και των άλλων αντιανταγωνιστικών πρακτικών που μαγειρεύονται κρυφά από εταιρικά στελέχη τα οποία υποτίθεται ότι είναι αντίπαλα.
Στις ΗΠΑ μόνο -όπου ο πρώτος αντιμονοπωλιακός νόμος θεσπίστηκε το 1890 για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης κυριαρχίας στην οικονομία κολοσσιαίων επιχειρηματικών τραστ όπως η πετρελαϊκή Standard Oil- ο αριθμός των περιπτώσεων σύστασης καρτέλ που έχουν ανιχνευτεί από την αρχή αυτού του αιώνα ξεπερνά τις 2.000 σε ένα ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών - από απλά είδη όπως ο συσκευασμένος πάγος και τα παπούτσια έως τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα και τα φάρμακα.
Οι εταιρείες που πιάστηκαν να καθορίζουν παράνομα τις τιμές τους και να παραβιάζουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία έχουν πληρώσει συνολικά από τον Ιανουάριο του 2000 πάνω από 96 δισ. δολάρια σε πρόστιμα και συμφωνίες διευθέτησης των εναντίον τους κατηγοριών.
Τα εκπληκτικά νούμερα -που καταρρίπτουν κάθε φιλολογία περί υγιούς ανταγωνισμού, αναδεικνύει πρόσφατη έκθεση (Conspiring Against Competition), η οποία πραγματοποιήθηκε από συνεργάτες του Good Jobs First, ενός μη κερδοσκοπικού κέντρου ερευνών το οποίο επικεντρώνεται στην εταιρική λογοδοσία.
Οι υποθέσεις που μελετήθηκαν προέρχονται από τρεις πηγές: α. τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ, και ιδίως το Τμήμα Αντιμονοπωλιακής Νομοθεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, β. τους γενικούς εισαγγελείς των Πολιτειών και γ. τις ομαδικές αγωγές ιδιωτών.

Η έρευνα διαπίστωσε ότι από τα παραπάνω 96 δισ. δολάρια που καταβλήθηκαν για διευθέτηση κατηγοριών σύστασης καρτέλ και πρόστιμα, πάνω από το ένα τρίτο (33 δισ. δολάρια) πλήρωσαν οι τράπεζες και οι εταιρείες επενδύσεων, κυρίως για υποθέσεις παράνομου καθορισμού επιτοκίων αναφοράς όπως το LIBOR. Ο αμέσως επόμενος κλάδος με τις μεγαλύτερες ποινές ήταν οι φαρμακοβιομηχανίες με 11 δισ. δολάρια, κυρίως για υποθέσεις που αφορούσαν κρυφές συμφωνίες με στόχο τον αποκλεισμό ή την καθυστέρηση της κυκλοφορίας φθηνότερων γενόσημων φαρμάκων στην αγορά που απειλούσαν τα δικά τους επώνυμα πατενταρισμένα σκευάσματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υποθέσεις παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας σπάνια εκδικάζονται στις ΗΠΑ, ως επί το πλείστον διευθετούνται. Οι συμβιβασμοί που πέτυχαν οι εταιρείες των δύο παραπάνω κλάδων με τις ομοσπονδιακές, πολιτειακές αρχές και ιδιώτες ίσως να μην είναι άμοιροι και του γεγονότος ότι την τελευταία δεκαπενταετία αυτές βρίσκονται μονίμως στην πρώτη τριάδα με τους μεγαλύτερους χρηματοδότες των προεκλογικών εκστρατειών των Αμερικανών πολιτικών.
Εκτός αυτών, εταιρικοί κλάδοι που πιάστηκαν να διαμορφώνουν τιμές και βρίσκονται ψηλά στη λίστα των προστίμων και των συμβιβασμών περιλαμβάνουν: τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα (8,6 δισ. δολάρια), εξαρτήματα αυτοκινήτων (5,3 δισ. δολάρια), παραγωγή ενέργειας (5 δισ. δολάρια), χημικά (3,9 δισ. δολάρια), υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης (3,5 δισ. δολάρια) και υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων (3,4 δισ. δολάρια).
Μεταξύ των εταιρειών, τα περισσότερα φέρεται να έχει πληρώσει ο κολοσσός πιστωτικών καρτών Visa (6,2 δισ. δολάρια) ενώ ακολούθησαν οι Deutsche Bank (3,8 δισ. δολάρια), η Barclays (3,2 δισ. δολάρια), η MasterCard (3,2 δισ. δολάρια) και η Citigroup (2,7 δισ. δολάρια). Εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα, τα μεγαλύτερα ποσά κατέβαλε η φαρμακευτική Teva Pharmaceutical Industries, η οποία μαζί με τις θυγατρικές της έχει πληρώσει συνολικά για πολλαπλές περιπτώσεις συμφωνιών μπλόκου γενόσημων περί τα 2,6 δισ. δολάρια. Συνολικά 19 εταιρείες ή θυγατρικές τους που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ πλήρωσαν από τουλάχιστον 1 δισ. δολάρια η καθεμιά τους σε συμβιβασμούς και πρόστιμα.
Εκτός των υποθέσεων παράνομου καθορισμού τιμών, η έρευνα διαπίστωσε όμως και 35 περιπτώσεις κρυφών εταιρικών συμφωνιών οι οποίες είχαν στόχο την προσυνεννοημένη συμπίεση των μισθών και των ημερομισθίων των εργαζομένων. Μεταξύ αυτών διαπιστώθηκαν περιπτώσεις στις οποίες εργοδότες, όπως π.χ. οι εταιρείες επεξεργασίας πουλερικών, είχαν συμφωνήσει ένα ενιαίο ύψος μισθών αλλά και περιπτώσεις συμφωνιών αποκλεισμού εργαζομένων που είχαν απολυθεί από άλλες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου.
Παρά τα τεράστια ποσά που έχουν καταβληθεί για πρόστιμα και συμφωνίες διευθέτησης, τα σκάνδαλα παράνομου καθορισμού τιμών συνεχίζουν πάντως να απασχολούν την επικαιρότητα σε τακτική βάση. Οι υψηλότερες ποινές, υπογραμμίζει η έκθεση, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση σύστασης καρτέλ, όμως η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος θα απαιτήσει πιθανώς πιο επιθετικά μέτρα που θα στοχεύουν στην αποφυγή του υπερβολικού ελέγχου της αγοράς από ολιγοπώλια.

Μπάμπης Μιχάλης
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: