Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Μισθός 10.000 ευρώ τον μήνα…

Ας υποθέσουμε πως έχετε ετήσιο μικτό μισθό 120.000. Ανήκετε στους προνομιούχους ή στους ακραία χειμαζόμενους Ελληνες; Μη βιαστείτε να απαντήσετε! Οπως συμβαίνει με όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα, η απάντηση είναι «συνθετότερη» της προφανούς.
Ας προστρέξουμε, για να συγκροτήσουμε στιβαρή και σοβαρή άποψη, στην ανάλυση της senior scholar του CIGI (γουάτ?), Μιράντας Ξαφά, σύμφωνα με την οποία ο παραλογισμός του φορολογικού μας συστήματος συνίσταται στο γεγονός πως εσείς των 120.000 πληρώνετε σε φόρους δεκάδες φορές περισσότερα απ' ό,τι ο άχρηστος που δεν αξιώθηκε παρά 12.000 μικτά τον χρόνο («Νέα», 12-9-2020).
Δεν αστειεύομαι. Προκειμένου να συζητήσει το «φορολογικό μας ζήτημα» χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα.
Αλλά και ο πρωθυπουργός δεν αφίσταται του σχετικού προβληματισμού των παιδιών (sic) από το Σικάγο, γενικώς. Τις ίδιες μέρες από τη ΔΕΘ χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τον μισθωτό των 2.000 καθαρά τον μήνα, είδος εξίσου σχεδόν δυσεύρετο με τον μικτά 10.000. Εντάξει, είναι και πρωθυπουργός. Δεν έχει την ίδια ελευθερία έκφρασης με τις senior scholars.
Πού τα βρίσκουν και τα λένε όμως; Είναι στην κοσμάρα τους; Πρόκειται περί νεοφιλελεύθερης ζαβομάρας, μια και, ως γνωστόν, «οι ανισότητες είναι φυσικές»; Δεν τους έπαιζαν μπάλα ή λάστιχο, όταν ήταν παιδιά, οι «λαϊκοί» του υπηρετικού τους προσωπικού; Υπάρχει κάποια άλλη, βαθύτερη -ή και υπερβατικότερη, ίσως- εξήγηση; Ποιος ξέρει;
Το βέβαιο είναι πως ο απίθανος αντουανετισμός τους είναι οιωνός όλο και χειρότερων εξελίξεων. Είναι δείκτης ενός επικίνδυνου ανθρωπολογικά, άρα και πολιτικά, είδους, το οποίο, ειδικά σε περιόδους ριζικής επιδείνωσης της ζωής για την κοινωνική πλειοψηφία, μπορεί να αποβεί μοιραίο με τις αποφάσεις του.
Δεν πρόκειται για καλή ή κακή πολιτική. Αφορά κάτι πολύ σημαντικότερο -και το οποίο δεν αλλάζει. Αν υφίσταται υφίσταται. Και, αναγκαστικά, όλο και χειροτερεύει ως προς τις επιπτώσεις του.
Λέω πως πρόκειται για βαθύ ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό -κάτι σαν «μίσος για την πλέμπα»- γιατί δεν μπορεί «να μην ξέρουν». Λίγες μέρες πριν, στην ίδια εφημερίδα όπου εμφανίστηκε το πόνημά της, σημειωνόταν από την Ελένη Στεργίου: «Σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στα έσοδα από άμεσους φόρους (10,2% έναντι 13,3% του ΑΕΠ), έχει δυσανάλογα υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους (17,7% έναντι 9,9%) και σημαντικά υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία […] Από τα στοιχεία (ΣΕΒ, Φεβρουάριος 2020) προκύπτει ότι η μεσαία εισοδηματική τάξη (διαθέσιμο εισόδημα 20.000 ευρώ τετραμελούς οικογένειας) καταβάλλει το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν από την κρίση κατέβαλλε το 39,3%. Αντίστοιχα η υψηλότερη εισοδηματικά τάξη καταβάλλει το 38,1% […] έναντι του 50% πριν από την κρίση».
Ξέρουν τα νούμερα. Δεν μπορεί. Κι όμως λένε όσα λένε. Κι έτσι εύκολα συνεννοούνται με τον Ρέγκλινγκ, ο οποίος, ερωτηθείς προχθές σχετικά με την έκθεση Πισσαρίδη, δήλωσε πως είναι σε σωστή κατεύθυνση, αφού προβλέπει μείωση του… εργατικού κόστους!
Μιλάμε, λοιπόν, για ακραία φαινόμενα. Και θα 'πρεπε ήδη η πολιτική απάντηση να είχε «πάρει τους δρόμους». Πράγμα που δεν συμβαίνει.
Από την αξιωματική αντιπολίτευση μάλλον ελάχιστα μπορούμε να περιμένουμε. Είναι φανερά «αλλού». Στους δρόμους της «εξέλιξης». Για μια πιο «δίκαιη αναδιανομή» -όχι διανομή, αυτή προφανώς είναι ήδη δίκαιη.
Γράφτηκαν τον τελευταίο καιρό ενδιαφέροντα κείμενα σε αυτήν την εφημερίδα. Προφανώς από ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στους «53». Οι άλλοι, οι προεδρικοί, με μια οποιαδήποτε Αριστερά δεν διατηρούν ούτε σχέση μακρινής ανάμνησης. Και οι πρώτοι, όμως, είναι εκτός θέματος στο μέτρο που το κόμμα τους δεν μπορεί παρά να αφήνει τους πάντες παγερά αδιάφορους, «από την άποψη του σοσιαλισμού». Θέλω να πω, δηλαδή, πως ο ράφτης της Ουλμ, που θυμήθηκε ο Δημήτρης Γιατζόγλου πριν από μερικές μέρες, έχει τόση σχέση με την αξιωματική αντιπολίτευση όση και ο Αύγουστος Μπλανκί.
Το θέμα μας, όμως, δεν είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν μπορεί να είναι, δυστυχώς. Μακάρι να επρόκειτο, βάσει των ίδιων των ροπών της, στο κάτω κάτω, για κάτι σαν το ΠΑΣΟΚ του 1991-1993, θα υπήρχε ένα είδος -κι ας μην ήταν το καλύτερο- δυναμικής αντιπολίτευσης. Αυτό θα βοηθούσε τη δουλειά των κινημάτων. Δυστυχώς δεν το έχουμε.
Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παθογένεια του σεχταρισμού, της «εμμονής στη λεπτομέρεια», της έλλειψης έγνοιας για τη μεγάλη εικόνα στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής Αριστεράς, τα πράγματα δυσκολεύουν παραπάνω.
Χρειάζονται μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες από αυτόν τον χώρο. Οι παρεμβάσεις στο αντιφασιστικό, στα ελληνοτουρκικά, στο προσφυγικό, στο εκπαιδευτικό κίνημα δείχνουν πως υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες.
Που θα αφορούν, αν αξιοποιηθούν, όλον τον κόσμο της Αριστεράς.
 
Χρήστος Λάσκος - εκπαιδευτικός
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: