Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Μη γνώτω η Αριστερά τι ποιεί η Δεξιά…

Eδώ και σχεδόν ένα μήνα, το τουρκικό ερευνητικό πλοίο Oruc Reis, με συνοδεία τουρκικών πολεμικών, πλέει στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου και παραβιάζει συστηματικά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, εκτελώντας ερευνητικές μετρήσεις εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Την παραβίαση παραδέχθηκε ακόμη και ο αποπεμφθείς, ακριβώς επειδή παραδέχθηκε την αλήθεια, σύμβουλος ασφαλείας του πρωθυπουργού Αλέξανδρος Διακόπουλος.
Να σημειωθεί ότι η συστηματική παραβίαση από πλευράς των τούρκων αφενός και η μη αποτροπή των τουρκικών πλοίων από ελληνικής πλευράς αφετέρου, δημιουργεί τετελεσμένα σε βάρος μας που επιβαρύνουν τη θέση μας όσον αφορά στην ελληνικότητα της υφαλοκρηπίδας των νησιών μας.
Τετελεσμένα σε βάρος μας δημιουργεί ακόμη και η εσπευσμένη και βιαστική συμφωνία που υπογράψαμε με την Αίγυπτο για τον καθορισμό της ΑΟΖ μεταξύ των δύο κρατών, στην οποία κάναμε δύο υποχωρήσεις που δικαιολογούν και διευκολύνουν τις τουρκικές διεκδικήσεις: Αφενός αναγνωρίσαμε μειωμένη επήρεια της Κρήτης και αφετέρου αφήσαμε εκτός οριοθέτησης την αμφισβητούμενη θαλάσσια περιοχή στη Ρόδο και το Καστελόριζο.
Κι ενώ αυτά τα σοβαρά συμβαίνουν στο Αιγαίο εν μέσω θέρους, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους και συμμάχους μας να συγκληθεί Συμβούλιο Κορυφής εξ αιτίας της κρισιμότητας της κατάστασης στο Αιγαίο. Γεγονός που είναι ενδεικτικό για το κενό στρατηγικής συμμαχιών που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Τούτων δοθέντων, έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία η είδηση από το ΝΑΤΟ:
Μαθαίνουμε λοιπόν εξωδίκως, από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Σόλτενμπεργκ και όχι από ελληνική επίσημη πηγή, ότι η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με την Τουρκία «να ξεκινήσουν τεχνικές συνομιλίες στο ΝΑΤΟ για τη δημιουργία μηχανισμών αποφυγής συγκρούσεων και ατυχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο».
Την ανακοίνωση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ διέψευσε αμέσως η ελληνική κυβέρνηση, η οποία δια της διαψεύσεως ουσιαστικά επιβεβαίωσε τις μυστικές συνομιλίες με την Τουρκία. Καθώς διέρρευσε στον τύπο ότι η συμφωνία δεν ήταν η άνευ όρων έναρξη τεχνικών διαπραγματεύσεων, όπως επιμένουν οι Τούρκοι, αλλά υπό τον όρο ότι πρώτα θα αποχωρήσουν τα τουρκικά πλοία από την επίμαχη περιοχή.
Το αίτημα της Ελλάδας, αν πράγματι υπήρξε εγκαίρως, είναι λογικό. Με τη σκανδάλη στον κρόταφο ουδείς αποδέχεται να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Η επιβεβαίωση της ελληνικής θέσης «να σταματήσουν οι προκλήσεις για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις», όπως τη διατύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το πρωί της Παρασκευής 4 Σεπτεμβρίου είναι ασφαλώς σε θετική κατεύθυνση.
Αλλά γιατί την θέτει εκ των υστέρων, αφού ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων;
Με αυτά δεδομένα, εγείρονται μια σειρά ερωτήματα προς την ελληνική κυβέρνηση, τα οποία χρήζουν άμεσων απαντήσεων.
  1. Συζητά πράγματι η ελληνική κυβέρνηση με την τουρκική για το επίμαχο ζήτημα; Κι αν ναι για πόσον καιρό;
  2. Γιατί η ελληνική κυβέρνηση διεξάγει μυστική διπλωματία; Τι φοβάται και δεν έχει ενημερώσει κανέναν πολιτειακό και πολιτικό παράγοντα της χώρας, ούτε και το κοινοβούλιο, για τη διεξαγωγή αυτών των διαπραγματεύσεων; Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν διαπιστώνεται ότι τούρκοι, αλλά και γερμανοί και Νατοϊκοί αξιωματούχοι δημοσιοποιούν συνεχώς ότι γίνονται διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία ρήτρα μυστικότητας.
  3. Ποιες θέσεις υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση σε αυτές τις διαπραγματεύσεις; Είναι θέσεις γνωστές και συμφωνημένες με τον ελληνικό λαό, όπως αυτός εκπροσωπείται από το πολιτικό σύστημα και το ελληνικό κοινοβούλιο;
  4. Η πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας και οι πολιτικοί αρχηγοί είναι ενημερωμένοι για τη μυστική διπλωματία που διεξάγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη;
  5. Υπάρχει εθνική στρατηγική στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία; Αυτή τη στιγμή διακυβεύονται μείζονα εθνικά ζητήματα, το βάρος των οποίων προφανώς και δεν μπορεί και δεν πρέπει να σηκώσει μόνη της μια μονοκομματική κυβέρνηση. Χρειάζεται ευρύτερη εθνική συνεννόηση για δύο λόγους: Και για να υπάρχει ενιαίο εσωτερικό μέτωπο, αλλά και γιατί η στρατηγική στη διαπραγμάτευση με την Τουρκία προφανώς πρέπει να είναι διαχρονική και να δεσμεύει και τις επόμενες κυβερνήσεις, μετά την οψέποτε λήξη της θητείας της παρούσας.
  6. Αν, ό μη γένοιτο, η επιθετική πολιτική της Τουρκίας οδηγήσει σε εθνική συμφορά, είτε με τη μορφή θερμού επεισοδίου, είτε με τη μορφή δημιουργίας τετελεσμένων στο Αιγαίο, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; Μήπως τότε θα είναι αργά για εκ των υστέρων συνεννόηση και εξασφάλιση συναίνεσης;
  7. Έθεσε, πράγματι, εγκαίρως η ελληνική κυβέρνηση τον όρο της απομάκρυνσης των τούρκων από την ελληνική υφαλοκρηπίδα για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις; Αν ναι, τότε γιατί δεν το ανακοινώνουν επίσημα, καταγγέλλοντας τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ που παραβίασε μονομερώς, πριν ακόμη ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, την εύλογη ελληνική απαίτηση;
  8. Τι νόημα έχει η εκ των υστέρων, μετά τη Νατοϊκή ανακοίνωση της έναρξης των διαπραγματεύσεων, υποβολή όρων από την πλευρά του έλληνα πρωθυπουργού; Και πως αυτή η απαίτηση θα ληφθεί υπόψη αφού ήδη η ελληνική κυβέρνηση, όπως δηλώνει ο Νατοϊκός αξιωματούχος, αποδέχθηκε τις συνομιλίες άνευ όρων;
Επειδή το παρελθόν της κυβέρνησης Μητσοτάκη εδώ και 14 μήνες δεν παρέχει εγγυήσεις μιας ενεργητικής, δραστήριας, μαχητικής και πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής, αλλά αντίθετα έχει δώσει δείγματα μιας πολιτικής αδρανούς, παθητικής, με καθυστερημένα αντανακλαστικά και συχνά υποχωρητικής, χωρίς συνεκτικό ιστό, χωρίς στόχευση και χωρίς εθνικό σχεδιασμό, η απάντηση στα ερωτήματα είναι εξόχως χρήσιμη και επείγουσα για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Οι στιγμές για την Ελλάδα είναι κρίσιμες και υπερβαίνουν τις μεταξύ μας πολιτικές διαφορές.
Το «μη γνώτω η Αριστερά τι ποιεί η Δεξιά», παρά το γεγονός ότι στην τρέχουσα πολιτική καθημερινότητα αποτελεί συνήθη πρακτική της Δεξιάς, στην παρούσα φάση που διακυβεύονται μείζονα εθνικά ζητήματα δεν εξυπηρετεί ούτε τις εθνικές επιδιώξεις και τα εθνικά μας συμφέροντα, ούτε όμως και την έτσι κι αλλιώς μυωπική πολιτική αντίληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας, έχει δηλώσει και το έχει αποδείξει, ότι είναι πρόθυμος να δώσει στήριξη σε μείζονα ζητήματα ευρείας εθνικής σημασίας, σε αντίθεση με ό,τι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έκανε όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Άρα η συγκυρία στο εσωτερικό της χώρας είναι ιδανική για απόκτηση μιας εθνικής συναίνεσης και ενός εθνικού σχεδίου απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Στο δικό μας κενό σχεδιασμού και την έλλειψη στρατηγικής πατά η Τουρκία. Ας μην το διευρύνουμε άλλο.
Αν δεν σταματήσει άμεσα η ελληνική κυβέρνηση να ασκεί μυστική διπλωματία σε μείζονα και εθνικής σημασίας ζητήματα και αν δεν υπάρξει προσπάθεια από πλευράς της για απόκτηση εθνικής συναίνεσης και χάραξη εθνικής στρατηγικής, η ευθύνη για την οποιαδήποτε «στραβοτιμονιά» θα βαρύνει αποκλειστικά την κυβέρνηση της ΝΔ με τρόπο καθοριστικό και ανεξίτηλο.
 
Γιάννης Μυλόπουλος
Πηγή: tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: