Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΜΜΕ και πραγματικότητα

Τον τελευταίο καιρό, (και) με αφορμή το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη γνωστή υπόθεση των εκατομμυρίων που δόθηκαν στα ΜΜΕ, έχει έρθει στο προσκήνιο η – διαχρονική - συζήτηση για τον χαρακτήρα της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Ένα αίσθημα απαξίωσης, αλλά και το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» φαίνεται να συγκεντρώνουν αρκετούς υποστηρικτές. Είναι όμως έτσι;
Σήμερα, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το πεδίο της ενημέρωσης, μπορεί το συγκεκριμένο επάγγελμα να πλέει σε «ανεξάρτητα» νερά; Επίτηδες δεν αναφέρομαι στην αντικειμενικότητα, καθώς πρόκειται για ψευδαίσθηση. Ασφαλώς λοιπόν ο κόσμος, το κοινό δηλαδή, έχει πολλούς λόγους να εξαγριώνεται. Εξόφθαλμη προπαγάνδα, απόκρυψη ειδήσεων, αδικαιολόγητος τονισμός άλλων, σεξιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές είναι μερικοί από αυτούς. Μια από τις κύριες αποστολές της δημοσιογραφίας, είναι να ελέγχει την εξουσία. Κάθε μορφής εξουσία. Μήπως όμως πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου, δεδομένων των συνθηκών, τα μέσα αποτελούν το ίδιο το σύστημα; Φυσικά, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι κάτι το οποίο αναλύεται εδώ και δεκαετίες, δημιουργώντας διάφορες θεωρίες και αντίστοιχα υποστηρικτές της μιας ή της άλλης. Το κοινό, ο δέκτης δηλαδή, είναι αναπόσπαστο στοιχείο οποιασδήποτε τέτοιου είδους ανάλυσης. Έτσι, η συμπεριφορά του, κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα μηνύματα που δέχεται, καθορίζει ως ένα βαθμό και τα ίδια τα ΜΜΕ.
Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου τα Μέσα μέσω της ενημέρωσης και της διακίνησης διάφορων προϊόντων επηρεάζουν κάθε πτυχή της καθημερινότητας των ανθρώπων, από τις μικρές ακόμη ηλικίες, είναι τρομερά σημαντική η κατανόηση τόσο του ρόλου τους ως διαμεσολαβητές όσο και του τρόπου με τον οποίο το κοινό λαμβάνει αυτά τα προϊόντα (αποδοχή ή απόρριψη). Άλλωστε, όταν αναφερόμαστε σε δημοκρατικά καθεστώτα, η πλήρης, έγκαιρη και έγκαιρη ενημέρωση δεν θα έπρεπε να είναι πολυτέλεια, αλλά κανόνας.
Φιλελεύθερη - πλουραλιστική θεωρία
Πριν ξεκινήσουμε την αναφορά των βασικών σημείων της συγκεκριμένης θεωρίας, αξίζει να επισημάνουμε πως τόσο η φιλελεύθερη όσο και η κριτική - ριζοσπαστική θεωρία, ουσιαστικά εξετάζουν τον ρόλο των ΜΜΕ σε σχέση με το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο υπάρχουν. Η σημασία τους δηλαδή είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Κατά την φιλελεύθερη – πλουραλιστική θεωρία, μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν πολλές διαφορετικές ομάδες συμφερόντων, οι οποίες αφορούν όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής και βρίσκονται σε μια ανταγωνιστική σχέση. Κατά βάση, τα συμφέροντα τους εκφράζονται από τις ελίτ. Η εξουσία δεν συγκεντρώνεται στα χέρια του ενός, αλλά είναι καταμερισμένη έτσι ώστε “κανένα άτομο ή ομάδα να μην διαθέτει ή να είναι ενδεχόμενο να μην διαθέτει σημαντικά
«περισσότερη» εξουσία από την άλλη” (Κωνσταντινίδου 2002 : 142). Πραγματοποιείται δηλαδή μια αντιστάθμιση της δύναμης της μιας ομάδας από την άλλη. Δεδομένων των παραπάνω, δε μπορεί μια ομάδα ή ένα άτομο να χρησιμοποιήσει την εξουσία που διαθέτει προκειμένου να βλάψει ή να εκμεταλλευτεί κάποια άλλη ομάδα.
Όσον αφορά τα ΜΜΕ, λαμβάνοντας υπόψιν τις παραπάνω υποθέσεις, η φιλελεύθερη – πλουραλιστική θεωρία “θεωρεί ως κύριο χαρακτηριστικό των ΜΜΕ τη δυνατότητα ύπαρξης πληθώρας πηγών και ποικιλίας απόψεων, την ελεύθερη και ανοιχτή κυκλοφορία των ιδεών, την ελεύθερη και αντικειμενική ενημέρωση του κοινού και την ποικιλομορφία μηνυμάτων τα οποία
διανέμονται ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή των πομπών και δεκτών” (Κωνσταντινίδου 2002 : 142). Γίνεται αντιληπτό πως συγκεκριμένο μοντέλο είναι αμφίδρομης επικοινωνίας. Θεωρητικά, το κοινό “επιβάλλει τις απόψεις του, επηρεάζει και κατευθύνει καθοριστικά την παραγωγή των μηνυμάτων” (Κωνσταντινίδου 2002 : 143). Άλλωστε, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και γνώμης αλλά και της ελεύθερης πληροφόρησης είναι πράγματα τα οποία κατοχυρώνονται συνταγματικά. Ουσιαστικά λοιπόν, τα ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν ένας καθρέφτης, ο οποίος αντανακλά τη πραγματικότητα. Στη βάση αυτή, θεωρείται πως τα Μέσα εκφράζουν όλες τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μεταξύ των ομάδων συμφερόντων. Επιπρόσθετα, “εκφράζουν τη κοινωνική συναίνεση αναφορικά με τις αξίες και τους κανόνες που θεωρείται ότι έχουν επικρατήσει στις σύγχρονες δημοκρατικές χώρες χωρίς τους οποίους θα ήταν αδύνατη η επικοινωνία και η κοινωνική συνύπαρξη των ατόμων” (Κωνσταντινίδου 2002 : 143). Στοχεύουν δηλαδή στη πολιτισμική και κοινωνική ενότητα.
Όπως κάθε προσέγγιση – θεωρία, έτσι και αυτή που εξετάζουμε έχει και εκδοχές. Όπως περιγράφει η Κωνσταντινίδου (2002 : 143), με βάση αυτές τις διαφορετικές εκδοχές, τα Μέσα “είτε συνιστούν την «τέταρτη εξουσία», με βασικό στόχο τον έλεγχο και την πίεση της κρατικής/πολιτικής εξουσίας και το στιγματισμό των «δυσλειτουργιών» του συστήματος προς όφελος του «γενικού συμφέροντος», είτε θεμελιώνονται σ’ ένα «ουδέτερο πρότυπο καταγραφής της πραγματικότητας»”. Όλα όσα προαναφέρθηκαν αποτελούν τις θετικές εκδοχές, σύμφωνα με τις οποίες εκλαμβάνεται ο ρόλος των ΜΜΕ. Υπάρχει όμως και μια αρνητική εκδοχή του “καθρέφτη” που προαναφέραμε. Ένας καθρέφτης φυσικά μπορεί να αντανακλά κάτι, μπορεί όμως και να το παραμορφώνει. Ειδικότερα, “τα ΜΜΕ πιθανόν μας αποκόπτουν από την πραγματικότητα, εξασφαλίζοντας μας μια λανθασμένη θέαση του κόσμου είτε μέσω της αποφυγής της είτε μέσω της συνειδητής σκόπιμης διαστρέβλωσης και απόκρυψης της πραγματικότητας”, λειτουργώντας δηλαδή σαν ένα «φράγμα» (Κωνσταντινίδου 2002 : 144). Βέβαια, είναι άξιο συζήτησης το εάν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τα γεγονότα μπορούν να καταγραφούν με ένα τρόπο “ουδέτερο”.
Κριτικές/ριζοσπαστικές προσεγγίσεις
Οι κριτικές/ριζοσπαστικές προσεγγίσεις έρχονται σε σαφή αντιπαράθεση με το φιλελεύθερο/πλουραλιστικό μοντέλο. Αρχικά, οι κριτικές προσεγγίσεις έχουν σαν βάση την ύπαρξη κοινωνικής ανισότητας και ιεραρχίας στη κοινωνία, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο/πλουραλιστικό μοντέλο το οποίο την παρουσιάζει σαν μια αρμονική ολότητα. Ακόμη, οι κριτικές προσεγγίσεις τονίζουν πως στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν καταπιεστές και καταπιεσμένοι, κι όχι απλά
ανταγωνιστικές ομάδες συμφερόντων ισοδύναμες. Στη βάση αυτή, όπως επισημαίνει η Κωνσταντινίδου (2002 : 146), όσον αφορά τα ΜΜΕ, “είναι ιδεολογικοί μηχανισμοί που έχουν ως στόχο τη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και συμβάλλουν καθοριστικά στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας και κυριαρχίας που χαρακτηρίζει στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες”. Μια ακόμη κεντρική διαφωνία μεταξύ των δύο προσεγγίσεων γίνεται αντιληπτή στο ζήτημα της κοινωνικής συναίνεσης. Το φιλελεύθερο/πλουραλιστικό μοντέλο αναφέρεται σε υψηλό βαθμό κοινωνικής συναίνεσης, καθώς θεωρεί πως όλοι οι άνθρωποι έχουν το ίδιο συμφέρον να διατηρηθεί η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, οι κριτικές προσεγγίσεις δίνουν άλλο νόημα στη συναίνεση. Θεωρούν πως “πρέπει να γίνει κατανοητή στα συμφραζόμενα των ευρύτερων ιστορικών συγκρούσεων μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων που θέλουν να διατηρήσουν και να αναπαραγάγουν τις ανισότητες της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων και των υποτελών και αντιτιθέμενων ομάδων που θέλουν να τις μετασχηματίσουν ριζικά” (Κωνσταντινίδου 2002 : 147). Ουσιαστικά υποστηρίζουν πως αυτή η συναίνεση είναι κατασκευασμένη και εξυπηρετεί τις κυρίαρχες ομάδες.
Επιπλέον, οι κριτικές προσεγγίσεις δεν θεωρούν πως το εκάστοτε μήνυμα των ΜΜΕ αντανακλά απλώς τις προθέσεις του παραγωγού, δίχως να επηρεάζει το νόημα του μηνύματος, αλλά ότι αποτελούν μια πρακτική η οποία εισέρχεται στο ιδεολογικό πεδίο. Πιο συγκεκριμένα, “οι καθημερινές τεχνικές της παραγωγής των ειδήσεων περιγράφονται ως μια ιδιαίτερη, σημειωτικά οργανωμένη διαδικασία κατασκευής της πραγματικότητας, ενώ ο λόγος των ΜΜΕ, ως προϊόν μιας πολύπλοκης τεχνικής, γλωσσικής και ιδεολογικής διαδικασίας, ανάγεται στο επίπεδο της δομής του” (Κωνσταντινίδου 2002 : 149).
Η “αντανάκλαση” της πραγματικότητας, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, μοιάζει τώρα να γίνεται αναπαράσταση. Όπως τονίζει ο Stuart Hall (1992, όπως αναφέρεται σε Κωνσταντινίδου 2002), “η αναπαράσταση είναι μια πολύ διαφορετική έννοια από την αντανάκλαση, γιατί συνεπάγεται το ενεργητικό έργο της επιλογής και της παρουσίασης, της δόμησης και της διαμόρφωσης : όχι απλά τη μετάδοση ενός προϋπάρχοντος νοήματος, αλλά το ενεργητικότερο έργο του να κάνεις τα πράγματα να παράγουν νόημα”. Ο Hall άλλωστε πίστευε πως τα ΜΜΕ ορίζουν τη πραγματικότητα, αφού δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η πραγματικότητα μπορεί να προσληφθεί. Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να προσπαθήσουμε να ρίξουμε περισσότερο φως στη παραδοχή πως “τα ΜΜΕ κατασκευάζουν την πραγματικότητα”.
ΜΜΕ και πραγματικότητα
Οι Gamson, Croteau, Hoynes & Sasson (1992) θεωρούν πως προσπαθούμε να κατασκευάσουμε ένα νόημα για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, μέσα από τις εικόνες που προέρχονται από τα ΜΜΕ. Ειδικότερα, αναφέρουν πως “ο φακός μέσα από τον οποίο λαμβάνουμε αυτές τις εικόνες δεν είναι ουδέτερος αλλά φανερώνει τη δύναμη και την οπτική των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που τον διευθύνουν και εστιάζουν πάνω του” (Gamson et al, 1992 : 374). Δεχόμενοι την υπόθεση πως τα μηνύματα των ΜΜΕ, έστω και θεωρητικά, δεν είναι μονοσήμαντα, μπορεί να υποστηριχθεί πως η πραγματικότητα δεν είναι απλώς δεδομένα γεγονότα, αλλά “το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου σύνθεσης – ανασύνθεσης των στοιχείων της πραγματικότητας” (Κωνσταντινίδου 1992 : 153). Συνεπώς, όταν τα ΜΜΕ παρέχουν, όπως προαναφέρθηκε, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνουμε τη γνώση μας για τη πραγματικότητα, ασφαλώς και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη κατασκευή της. Κύριο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία σαφώς παίζει ο λόγος των ΜΜΕ. Σύμφωνα με τη Κωνσταντινίδου (1992), καλλιεργείται η ψευδαίσθηση πως η γλώσσα των ΜΜΕ “αντανακλά παθητικά ό,τι συμβαίνει «εκεί έξω»”. Όπως επίσης υποστηρίζει ο Bennett (1983 : 12, όπως αναφέρεται σε Κωνσταντινίδου 2002 : 154), “τίποτα απ’ όλα αυτά δεν εξυπονοεί άρνηση της ύπαρξης ενός πραγματικού κόσμου έξω από τα σημειωτικά συστήματα που παράγει η γλώσσα. Εκείνο που υποστηρίζεται είναι ότι η γνώση μας αυτού του κόσμου και η εκ μέρους μας πρόσληψή του ή οικειοποίησή του γίνεται πάντα με τη διαμεσολάβηση και υπό την επίδραση της οργανωτικής δομής που η γλώσσα τοποθετεί, αναπότρεπτα, ανάμεσα σ’ εμάς και στον κόσμο”.
Επιπλέον, η Κωνσταντινίδου (2003 : 219), αναφερόμενη στα ΜΜΕ και ειδικότερα στον ειδησεογραφικό λόγο, τονίζει πως “επιστρατεύουν ένα πολύπλοκο πλέγμα, άλλοτε φανερών και άλλοτε δυσδιάκριτων συμβάσεων, προκειμένου να μεταδώσουν την ψευδαίσθηση πως οι ειδήσεις αποτελούν κυριολεκτική αντανάκλαση της πραγματικότητας”. Ακόμη, όπως τονίζει η Dana Galanton (2019 : 21), σε μια απαισιόδοξη εκδοχή, “ο ρόλος των Μέσων παρεμβαίνει στην ανοικοδόμηση του απλοποιημένου σχεδίου της πραγματικότητας, στη χειραγώγηση της σκέψης και δράσης πλήθους ανθρώπων”. Συνοπτικά, υπάρχουν πολλοί τρόπου με τους οποίους τα ΜΜΕ και το νόημα που παράγουν δύνανται να συμβάλλουν στη διατήρηση της εξουσίας. Σύμφωνα με την Cameron (1988 : 88, όπως αναφέρεται σε Κωνσταντινίδου 2002 : 156), αυτοί είναι τρεις : “πρώτον, αναπαριστώντας την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να νομιμοποιούνται ασύμμετρες σχέσεις και δικαιολογώντας την καθολική εγκυρότητα και νομιμότητα της κυριαρχίας. Δεύτερον, μπορεί να αποκρύψει την κυριαρχία συσκοτίζοντας το χαρακτήρα της και, τρίτον, μπορεί να πραγματοποιήσει την κυριαρχία, παρουσιάζοντας σαν αιώνιο και φυσικό ό,τι στη πραγματικότητα είναι ιστορικό, μεταβατικό και πολιτισμικά καθορισμένο (μυθοποίηση και αποϊστορικοποίηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων)”. Συνεπώς, τα Μέσα, μπορούν είτε άμεσα είτε έμμεσα να συμβάλλουν στον τρόπου με τον οποίο θα αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ένας καθοριστικός παράγοντας στη παραπάνω διαδικασία, στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ και ο εμπορικός χαρακτήρας τους.
Οικονομία και ΜΜΕ
Ο Ραμονέ (2011 : 68) υποστηρίζει πως “η πραγματική εξουσία σήμερα βρίσκεται πλέον στα χέρια μιας δέσμης παγκόσμιων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ομίλων και εταιρειών, των οποίων το εκτόπισμα στη παγκόσμια σκηνή είναι ορισμένες φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό των κρατών. Αυτοί είναι οι «νέοι κυρίαρχοι του κόσμου»”. Ως ένα βαθμό, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον τομέα των επικοινωνιών και των Μέσων γενικότερα, στον οποίο έχουν εισχωρήσει πολλοί όμιλοι και εταιρείες διαφορετικού χαρακτήρα, σαν αυτές που προαναφέρθηκαν. “Οι νέες πολυεθνικές επιχειρήσεις – όμιλοι εταιρειών που προκύπτουν από συγκεντρώσεις ή μεγάλες συγχωνεύσεις (π.χ., American Online με την Time – Warner – CNN – EMI), ως κύριο μέσο επιβίωσης σε συνθήκες «ελεύθερου» πλέον ανταγωνισμού, υιοθετούν τη στρατηγική της διαφοροποίησης και συνεργίας, επεκτείνουν δηλαδή τις οικονομικές τους δραστηριότητες σε πολλούς τομείς της επικοινωνίας ταυτόχρονα : είναι παραγωγοί ταινιών και προγραμμάτων της τηλεόρασης, εκδότες βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, μουσικής, βιντεοκασετών κ.λπ” (Κωνσταντινίδου 2003 : 200 – 201). Βλέπουμε δηλαδή πως όμιλοι των ΜΜΕ “μεγαλώνουν”, ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο τον εμπορικό χαρακτήρα τους και μένοντας προσκολλημένοι στο κεφάλαιο.
Πολλοί ίσως να θεωρούν πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολλών Μέσων αποτελεί κάτι θετικό, ωστόσο πρόκειται μάλλον για ψευδαίσθηση παρά για πραγματικότητα. Αναφερόμενοι στα ηλεκτρονικά μέσα κυρίως, οι Αντωνίου και Πέρρος (2008 : 228) υποστηρίζουν πως ουσιαστικά “ο ανταγωνισμός οδηγεί σε στενή παρακολούθηση του ενός ηλεκτρονικού μέσου από το άλλο, πράγμα που καταλήγει στην υιοθέτηση μιας γραπτής ή άγραφης νόρμας που καθορίζει κοινές στρατηγικές και ομογενοποιήσεις που αφορούν τη λειτουργία και τη δράση τους, παγιώνοντας νοοτροπίες”. Επιπλέον, εξαρτημένα συχνά από την τηλεθέαση και τις διαφημίσεις, τα ΜΜΕ έχουν απολέσει σε σημαντικό βαθμό την ανεξαρτησία τους, αν όχι εξ’ ολοκλήρου. Η υψηλή τηλεθέαση, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά Μέσα, μοιάζει να είναι ο τελικός στόχος, πράγμα το οποίο στη συντριπτική πλειονότητα λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας. Επιπλέον, οι διαφημίσεις, ένας από τους κύριους τρόπους χρηματοδότησης πάσης φύσεως μέσων, περιορίζουν την ελευθερία τους. Αυτό συμβαίνει διότι οι δημοσιογράφοι γίνονται έρμαια των στατιστικών, από τα οποία δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν. Τα πάντα έτσι γίνονται εμπορεύσιμα, ενώ αναπτύσσεται μια γενικότερη κουλτούρα καταναλωτισμού, την οποία τα Μέσα επιθυμούν στη συνέχεια να ικανοποιήσουν (Κωνσταντινίδου 2003 : 204).
Προκειμένου να αντιληφθούμε τις διακλαδώσεις και την επιρροή του δικτύου που δημιουργείται, αξίζει να αναφέρουμε το παράδειγμα που έδωσε ο Bagdikian (1990, όπως αναφέρεται σε Gamson et al 1992), το οποίο έχει ως εξής : “ένα περιοδικό που ανήκει σε μια εταιρεία επιλέγει ή παραγγέλνει ένα άρθρο που είναι κατάλληλο για τη μετατροπή του στη συνέχεια σε τηλεοπτική σειρά, σε ένα δίκτυο το οποίο ανήκει στην εταιρεία. Στη συνέχεια γίνεται σενάριο για ένα στούντιο ταινιών που ανήκει στην εταιρεία, με το τραγούδι της ταινίας να τραγουδιέται από έναν τραγουδιστή ο οποίος έγινε γνωστός από άρθρα προβολής στα περιοδικά που ανήκουν στην εταιρεία και από το αδιάκοπο παίξιμο του τραγουδιού σε ραδιοφωνικούς σταθμούς που ανήκουν στην εταιρεία, μετά από το οποίο τα τραγούδια έγιναν γνωστά σε μια δισκογραφική η οποία ανήκει στην εταιρεία και πάει λέγοντας, με επαναλήψεις στα καλωδιακά συστήματα που ανήκουν στην εταιρεία και ενοικιάσεις των βιντεοκασετών σε όλο τον κόσμο”.
Τρόποι χειραγώγησης του κοινού
“Η χειραγώγηση είναι η πράξη της επιρροής της κοινής γνώμης με συγκεκριμένα μέσα” (Galanton 2019). Υπάρχουν πολλοί τρόποι χειραγώγησης. Η Dana Galanton εντοπίζει τέσσερις. Τις φήμες, τη παραπληροφόρηση, τον δηλητηριασμό (intoxication) και τη προπαγάνδα. Αρχικά, οι φήμες, είναι κάτι το οποίο παρουσιάζεται ως αληθές, ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί με κάποιο τρόπο, ενώ συνήθως προσαρμόζονται σύμφωνα με τα ατομικά ενδιαφέροντα, αλλά και τις προσωπικές προκαταλήψεις και κοινωνικές σχέσεις του ατόμου που τα διαδίδει (Galanton 2019 : 17). Ειδικά τα απολυταρχικά καθεστώτα, χρησιμοποιούν τις φήμες για να προκαλέσουν συμπεριφορές που θα ήταν δύσκολο να υποκινηθούν με επίσημα μέσα (Galanton, 2019 : 17). Δημιουργείται έτσι μια διαρκής σύγχυση, ενώ κάποιες φορές αυτή μετατρέπεται και σε παραπληροφόρηση. Η τελευταία, μπορεί να αποτελέσει και ξεχωριστή τεχνική χειραγώγησης, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Η παραπληροφόρηση λοιπόν, είναι η “συνειδητή αλλαγή του μεταφερόμενου μηνύματος, ειδικότερα, η παρέμβαση πάνω στα στοιχεία μέσω των οποίων μια επικοινωνιακή διαδικασία παίρνει μορφή, έτσι ώστε να ρυθμίσει τον δέκτη – τον στόχο του μηνύματος – ώστε να ανταποκριθεί με συγκεκριμένο τρόπο όσον αφορά τη συμπεριφορά και τις πράξεις” (Galanton 2019 : 17). Μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλές πλευρές, θεσμούς και οργανώσεις, από τις οποίες τα ΜΜΕ είναι ίσως η σημαντικότερη, διότι μέσω αυτών “φθάνει σε όλα τα τμήματα γνώμης της κοινωνικής αρένας” (Galanton, 2019 : 18).
Ο “δηλητηριασμός” (intoxication) αποτελεί μία ακόμη τεχνική χειραγώγησης. Πρόκειται για “ύπουλη πράξη η οποία έχει την τάση να δημιουργεί συγκεκριμένες απόψεις, να αποθαρρύνει και να μπερδεύει” (Dehin 2004, όπως αναφέρεται σε Galanton 2019 : 18). Είναι ένα τέχνασμα, το οποίο μπορεί να παίρνει τη μορφή ενός ψέματος, της προδοσίας, του αντιπερισπασμού, σχετιζόμενο με κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στη διπλωματία, μπορούμε να πούμε πως “στοχεύει τον αντίπαλο και συνίσταται στο να τον εφοδιάζει με λάθος πληροφόρηση” (Galanton, 2019 : 18). Όταν αναφερόμαστε στα Μέσα, φυσικά ο τελικός στόχος είναι το κοινό. Τέλος, ίσως ο πιο ισχυρός τρόπος χειραγώγησης είναι η προπαγάνδα. “Είναι η συστηματική προσπάθεια να μεταδοθούν, να προωθηθούν και να διαδοθούν ορισμένες δοξασίες, θέσεις και ιδέες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να επηρεάσουν και να σχηματίσουν συγκεκριμένες (διαφορετικές) απόψεις και πεποιθήσεις” (Galanton 2019 : 18). Μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε ζήτημα.
Πρόσληψη των μηνυμάτων από το κοινό
Η θεωρία της πρόσληψης, στην ουσία αποτελεί μια σειρά από προσεγγίσεις, οι οποίες κατά βάση αμφισβητούν τη παντοδυναμία των ΜΜΕ και στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο κοινό. Ειδικότερα, προσπαθούν να αναλύσουν τον ρόλο που διαδραματίζει το κοινό στη τελική παραγωγή του νοήματος. Ο Hall ([1980], 1992 : 136, όπως αναφέρεται σε Κωνσταντινίδου 2002 : 164 – 165), προτείνει τρεις πιθανούς τρόπους ανάγνωσης ή αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων, αναφερόμενος στη τηλεόραση : 1) τη κυρίαρχη ηγεμονική ανάγνωση, κατά την οποία το κείμενο γίνεται αποδεκτό πλήρως, 2) τη διαπραγματεύσιμη ανάγνωση, κατά την οποία η αποκωδικοποίηση προσαρμόζεται στη κοινωνική κατάσταση του αναγνώστη, και 3) την αντιτιθέμενη ανάγνωση, στην οποία παράγεται μια ριζοσπαστική αποκωδικοποίηση.
Αντίθετα με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, η οποία θεωρούσε πως το κοινό αποτελείται από παθητικούς καταναλωτές οι οποίοι χειραγωγούνται από την κυρίαρχη ιδεολογία, οι διάφορες εκδοχές της πρόσληψης προσπαθούν να αναλύσουν τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα, “ως «ενεργοί αναγνώστες», προσλαμβάνουν τα μηνύματα των ΜΜΕ, ενεργοποιούν νοήματα σε άμεση συνάρτηση με την ατομική και κοινωνική τους ταυτότητα, τα χρησιμοποιούν και τα ενσωματώνουν στο τρόπο ζωής τους και στις καθημερινές εμπειρίες τους, παράγοντας τη λαϊκή κουλτούρα και δικές τους εκδοχές της κοινωνικής πραγματικότητας” (Κωνσταντινίδου 2002 : 165).
Στην αισιόδοξή τους εκδοχή, οι διάφορες προσεγγίσεις της θεωρίας της πρόσληψης επισημαίνουν πως οι διάφορες κατηγορίες από τις οποίες αποτελείται ένα κοινό, έχουν την ικανότητα να παράγουν τα δικά τους νοήματα και να αντιστέκονται στη κυρίαρχη ιδεολογία. Επιπλέον, μέσα από αυτή τη διαδικασία, το κοινό ίσως να νιώθει και απόλαυση.
Για παράδειγμα, υπάρχει η άποψη πως οι γυναίκες που βλέπουν σαπουνόπερες και ρομάντζα στο σπίτι, στην ουσία ενώ τα απολαμβάνουν αντιστέκονται στη πατριαρχία, καθώς εκείνη την ώρα αψηφούν τις επιταγές της κοινωνικής τους θέσης, βρίσκοντας ένα τρόπο να αντισταθούν και να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους στο σπίτι. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, εφόσον το νόημα είναι κάτι το οποίο μπορεί να αποτελέσει πεδίο πάλης, “αυτή δεν διεξάγεται ποτέ με ίσους όρους, γιατί οι διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν διαφορετική ικανότητα (εξουσία) να κάνουν κάποιο νόημα να επικρατήσει” (Κωνσταντινίδου 2003 : 196). Άλλωστε, η πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά έχεις σαφές ταξικό πρόσημο. Επιπλέον, πρέπει να έχουμε κατά νου πως αυτή η διαδικασία δεν διαφοροποιείται μόνο μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και μεταξύ των ίδιων των ατόμων. Τέλος, αυτή η εξύμνηση της αντίστασης του κοινού είναι αναγκαίο να εξεταστεί και από άλλες πλευρές. Το παράδειγμα που αναφέραμε σχετικά με τις γυναίκες που βλέπουν σαπουνόπερες και η σχετική παραδοχή, δεν απαντά στο εξής ερώτημα : γιατί αυτή η διαφορετική/εναλλακτική πρόσληψη του μηνύματος, αφού αποτελεί μια μικρή επανάσταση, δεν περνάει στη πράξη, δηλαδή σε μια ολική ρήξη με τις πατριαρχικές αντιλήψεις στη προκειμένη περίπτωση; Το ζήτημα δηλαδή εδώ είναι το αποτέλεσμα, ποια πλευρά τελικά θα κερδίσει.
Συμπεράσματα – Πρόταση για το μέλλον
Έγινε αντιληπτό θεωρούμε από όσα προαναφέρθηκαν πως η διαδικασία παραγωγής νοήματος από τα ΜΜΕ αλλά και το κοινό είναι μια τρομερά πολύπλοκη διαδικασία. Οι πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν ένα κοινό μειονέκτημα. Αψηφούν τις περισσότερες φορές κάποια πτυχή του θέματος, δίνοντας βάση σε μια άλλη, καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα αγνοώντας κάποιες παραμέτρους.
Μια αξιόπιστη τακτική, προκειμένου το κοινό να αποκτήσει περισσότερη δύναμη, είναι “ο γραμματισμός στα μέσα” (media literacy). Πρόκειται ουσιαστικά για “έναν συνδυασμό γνώσης, συμπεριφορών, ικανοτήτων, και πρακτικών που απαιτούνται για να αποκτήσεις κανείς πρόσβαση, να αναλύσει, να εκτιμήσει, να χρησιμοποιήσει, να παράξει αλλά και να επικοινωνήσει την πληροφορία και τη γνώση με δημιουργικούς, νόμιμους και ηθικούς τρόπους που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα” (Moscow Declaration, όπως αναφέρεται σε Mößner, 2018, 7). Σαφώς όμως δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε, καθώς το κοινό δεν αρκεί από μόνο του να αλλάξει τη κατάσταση. Με το υπάρχον ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ και την συνακόλουθη διαχείρισή τους με καθαρά οικονομικούς όρους, δεν μπορούμε να προσμένουμε ένα ιδεατό περιβάλλον. “Η πρόκληση, εν προκειμένω, συνίσταται στο συμβιβασμό της ανάγκης χρηματοδότησης με την ανάγκη διατήρησης της πληροφοριακής και εκδοτικής ανεξαρτησίας” (Καϊτατζή – Γουίτλοκ 2014 : 301).
Βιβλιογραφία
Βιβλία
  • Αντωνίου, Α. Σ. & Πέρρος, Π. (2008). Ηθική των Επιχειρήσεων. Αθήνα : Εκδόσεις Σάκκουλας Αντ. Ν.
  • Ramonet Ignacio. ( 2011 ) . Η έκρηξη της δημοσιογραφίας : Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη μαζικότητα των μέσων ενημέρωσης. ( μτρφ. Θ. Τσαπακίδης ) Αθήνα : Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
  • Καιτατζή – Γουίτλοκ, Σ. (2014). ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Θεσσαλονίκη : University Studio Press.
Επιστημονικά άρθρα
  • Galanton, D. (2019). The Manipulation through Media, from Concept to Practical Application.
  • International Journal of Communication Reasearch, 9, 17 – 22.
  • Gamson, W. A., Croteau, D., Hoynes, W., & Sasson, T. (1992). Media images and the social construction of reality. Annual Review of Sociology, 18, 373–393. Doi : https://psycnet.apa.org/doi/10.1146/annurev.so.18.080192.002105
  • Κωνσταντινίδου Χ. (2002). Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η Παραγωγή Νοήματος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και προοπτικές – Α’ μέρος. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 108 – 109, 139 – 188.
  • Κωνσταντινίδου Χ. (2003). Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η Παραγωγή Νοήματος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και προοπτικές – Β’ μέρος. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 111 – 112, 193 – 265.
  • Mößner N. (2018). Trusting The Media? TV News as a Source of Knowledge. International Journal of Philosophical Studies, 26, 205 – 220. Doi : https://doi.org/10.1080/09672559.2018.1450079
Γιάννης Τσεκούρας 
Πηγή: tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: