Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

ΑΔΑΕ: Αντισυνταγματική η διάταξη για υποκλοπές

Με ένα πόρισμα-καταπέλτη η Ολομέλεια της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στην ουσία τινάζει στον αέρα την τροπολογία που ενσωματώθηκε και ψηφίστηκε στους νέους Ποινικούς Κώδικες, με την οποία γίνεται αποδεκτή η χρήση ηχογραφημένων συνομιλιών που αφορούν κακουργήματα.
Με τη χθεσινή της ανακοίνωση, η ανεξάρτητη Αρχή αποφαίνεται ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική και έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Αποκαλύπτει, επίσης, ότι δεν ζητήθηκε η γνωμοδότησή της πριν από την προώθηση της σχετικής ρύθμισης.
Με την επίμαχη διάταξη τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και παρέχεται ελεύθερη πρόσβαση στους εισαγγελείς σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου. Θεσπίζει επίσης τη δυνατότητα χρήσης παρανόμως αποκτηθέντος υλικού από τους εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς για τη διαλεύκανση υποθέσεων.
Τα «βαλιτσάκια»
Η ηχηρή παρέμβαση έρχεται σε μια εποχή που πληθαίνουν οι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες κάνουν θραύση τα «βαλιτσάκια» που χρησιμοποιούνται για καταγραφές συνομιλιών σε ένα ευρύ φάσμα της επιχειρηματικής, προσωπικής, αλλά και πολιτικής δραστηριότητας. Κατακόρυφη αύξηση εμφανίζεται και στα επίσημα αιτήματα που υποβάλλονται στην ΑΔΑΕ για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
Η ανεξάρτητη Αρχή, στην οποία προεδρεύει ο Χρήστος Ράμμος, επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ, την περασμένη χρονιά δέχθηκε 11.113 εισαγγελικές διατάξεις, έναντι 7.182 το 2017, που αφορούν λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς και 3.400 βουλεύματα δικαστικών συμβουλίων (3.197 το 2017) για διάφορα εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονία, κατοχή εκρηκτικών υλών, εκβίαση, πορνογραφία ανηλίκων, ναρκωτικά κ.λπ.
Εχει ενδιαφέρον ότι η αντισυνταγματική τροπολογία κατατέθηκε από επτά βουλευτές του ΚΙΝ.ΑΛΛ. και έγινε δεκτή από την κυβέρνηση. Θεωρείται πρόδρομος δικαστικών εξελίξεων, αφού καθιστά πιο εύκολη τη χρήση κασετών ηχογραφημένων συνομιλιών που αποδεικνύουν κακουργήματα, αλλά δεν έχουν νόμιμη προέλευση.
Οι ανησυχίες της ΑΔΑΕ εστιάζονται στο ενδεχόμενο να γίνει χρήση του παράνομου υλικού σε ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, ενισχύει το ισχύον νομικό πλαίσιο, διευρύνοντας τις εξουσίες και τις δυνατότητες στους εισαγγελείς να κάνουν χρήση αποδεικτικών μέσων που δεν έχουν αποκτηθεί με νόμιμο τρόπο.
Η Ολομέλεια της ΑΔΑΕ κρίνει ότι η «επιλογή αυτή του νομοθέτη εγείρει ζητήματα σε σχέση με το άρθρο 19 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι το απόρρητο των επικοινωνιών είναι απόλυτα απαραβίαστο».
Στον δε εκτελεστικό του άρθρου 19 του νόμου 2225/1994, γίνεται σαφής αναφορά για καθένα από τα επιμέρους αδικήματα για τη διακρίβωση των οποίων και μόνο επιτρέπεται η άρση του απορρήτου, με την οποία προσδιορίζεται με τρόπο ειδικό και εξατομικευμένο.
Η αναλογικότητα
«Στο πλαίσιο του προσφάτως ψηφισθέντος άρθρου 43 του ν. 4640/2019, ωστόσο, ο νομοθέτης εγκαταλείπει την πάγια πρακτική της εξατομικευμένης απαρίθμησης, ομιλεί δε γενικά και συλλήβδην περί κακουργημάτων», επισημαίνει η ανακοίνωση, με την οποία η ανεξάρτητη Αρχή τονίζει ότι «η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας της διάταξης με το Σύνταγμα, καθώς και με την ΕΣΔΑ».
Η επίμαχη τροπολογία περιλαμβάνεται στο άρθρο 43 του νόμου 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 190/30.11.2019).
«Μεταφράζοντας» αυτή την τροποποίηση, η Ολομέλεια της ΑΔΑΕ επισημαίνει ότι «οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού (άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 4194/2013), καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικώς η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος».
Στην απόφασή της η Ολομέλεια της ΑΔΑΕ επισημαίνει:
■ Στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Απαγορεύεται επίσης η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών.
■ Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που επιβάλλει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο και υπερισχύει του τυπικού νόμου. Ορίζει επίσης ότι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να είναι εξειδικευμένη και σαφής σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό των αδικημάτων για τα οποία χορηγείται.
 
Χαρά Τζαναβάρα
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: