Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Θρησκευτικά: Απαλλαγή με επίκληση της θρησκευτικής συνείδησης

Δημοσιοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής εισήγηση 22 σελίδων για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία. Στην εισήγηση αναφέρεται ότι το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργούνται αμφιβολίες ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλείται σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών) χωρίς αυτό να προσκρούει στην απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, καθώς αφορά αποκλειστικώς στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι τους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους.
Επίσης αναφέρει ότι «οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι, αγνωστικιστές ή άθεοι έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους υποβάλουν αξιόπιστη δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως (άνευ περαιτέρω εξηγήσεως για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις». Για την απαλλαγή από το μάθημα η Επιτροπή προκρίνει:
Η δήλωση ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ώστε να χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν μπορεί να ισχύει διότι είναι αντίθετη με το άρθρο 13 το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και τη θρησκευτική ελευθερία, ως συνταγματική αρχή και ως ατομικό δικαίωμα, και με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, καθώς αντιβαίνει στην αρνητική θρησκευτική ελευθερία των μαθητών και των γονέων τους αλλά και με το άρθρο 5 , που καθιερώνει την θεμελιώδη αρχή της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, θα αρκούσε η γενική επίκληση στη δήλωση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως και όχι η αναφορά της πίστεως ή της μη πίστεως σε συγκεκριμένο θρήσκευμα.
Τονίζεται ότι «Το κράτος δεν δικαιούται να υποχρεώνει τα άτομα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τα πνευματικά ζητήματα ούτε να εξακριβώνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, ούτε, εν γένει να παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στη σφαίρα της ατομικής συνειδήσεως». . Επίσης, είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σχολείο σε «δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση».
Σύμφωνα με την εισήγηση:
Α. Noμολογιακά συμπεράσματα σχετικά με την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών και την απασχόληση σε ενδεχόμενη απαλλαγήΗ συστηματική ανάλυση των πορισμάτων της νομολογίας θα μπορούσε να μας οδηγήσει στα κάτωθι συμπεράσματα:
Ι. Το δικαίωμα απαλλαγής από την παρακολούθηση του Μαθήματος των Θρησκευτικών
1. Συνιστά υποχρέωση του κράτους να οργανώνει το μάθημα των Θρησκευτικών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διδάσκεται με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργούνται αμφιβολίες ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλείται σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.
2. Το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να έχει περιεχόμενο σύμφωνο με την προηγούμενη παράγραφο χωρίς αυτό να προσκρούει στην απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1 Σ), καθώς αφορά αποκλειστικώς στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι τους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους. Βεβαίως ένας μη ορθόδοξος χριστιανός μαθητής/μαθήτρια έχει το δικαίωμα να παρακολουθήσει το μάθημα των Θρησκευτικών χωρίς να έχει ουδείς το δικαίωμα να τον αποκλείσει εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων ή της ελλείψεως αυτών και χωρίς η επιλογή του να παρακολουθήσει το μάθημα των Θρησκευτικών να έχει οποιαδήποτε συνέπεια που να συνδέεται με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή την έλλειψη αυτών. Δεδομένου όμως ότι κατά το Σύνταγμα και το νομοθετικό πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους και όχι μόνο για τους ορθοδόξους χριστιανούς, αφετηρία της συζητήσεως είναι το δικαίωμα απαλλαγής από την παρακολούθηση του μαθήματος όποιου μαθητή επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως.
3. Οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι, αγνωστικιστές ή άθεοι έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους υποβάλουν αξιόπιστη δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως (άνευ περαιτέρω εξηγήσεως για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις) να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο, χωρίς η δήλωση αυτή να παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 Σ, εφ’ όσον γίνεται χάριν απαλλαγής (των τέκνων τους) από την επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού.
4. Η δήλωση ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ώστε να χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν μπορεί να ισχύει διότι είναι αντίθετη (α) με το άρθρο 13 παρ. 1 και 2 Σ, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και τη θρησκευτική ελευθερία, ως συνταγματική αρχή και ως ατομικό δικαίωμα, (β) με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, καθώς αντιβαίνει στην αρνητική θρησκευτική ελευθερία των μαθητών και των γονέων τους και (γ) με το άρθρο 5 παρ. 1 του ΓΚΠΔ, που καθιερώνει την θεμελιώδη αρχή της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, θα αρκούσε η γενική επίκληση στη δήλωση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως και όχι η αναφορά της πίστεως ή της μη πίστεως σε συγκεκριμένο θρήσκευμα.
Μάλιστα, τονίζεται ότι η αναφορά σε συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις (ήτοι δήλωση εάν ανήκει ή δεν ανήκει σε κάποιο θρησκεία ή δόγμα ή είναι άθεος ήαγνωστικιστής κλπ) δύναται επιπλέον να καταστεί αιτία διακρίσεων απαγορευμένων από το άρθρο 13 του Συντάγματος.
5. Το προβλεπόμενο μέχρι σήμερα σύστημα εξαιρέσεως από το μάθημα των Θρησκευτικών (επίσημη υπεύθυνη δήλωση που αναγράφει ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και υποβάλλεται στον διευθυντή του σχολείου ο οποίος οφείλει «να ελέγχει την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων, επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων») το οποίο αποτελεί συμμόρφωση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με την Απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, ενδέχεται να επιβαρύνει υπέρμετρα τους γονείς, καθώς τους υποχρεώνει να αποκαλύπτουν εμμέσως τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις, οι οποίες συνιστούν έκφανση της ατομικής συνειδήσεως, ή άλλες, ευαίσθητες πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι τα παιδιά τους είχαν ή όχι συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη. Η εν λόγω διαδικασία ενδέχεται να αποθαρρύνει τους γονείς από την υποβολή αιτήσεως απαλλαγής, ιδιαιτέρως σε μικρές και θρησκευτικώς ομοιογενείς κοινωνίες, στις οποίες ο κίνδυνος στιγματισμού ή / και αποκλεισμού είναι υψηλός. Το κράτος δεν δικαιούται να υποχρεώνει τα άτομα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τα πνευματικά ζητήματα ούτε να εξακριβώνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, ούτε, εν γένει να παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στη σφαίρα της ατομικής συνειδήσεως.
ΙΙ. Η κάλυψη διδακτικού κενού από ενδεχόμενη απαλλαγή παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών
1. Η πολιτεία δύναται να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα (στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων απευθυνόμενων στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, ανεξαρτήτως θρησκεύματος) και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρα με πληροφορίες και για άλλες θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό». Στο μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να ικανοποιηθεί ο πλουραλιστικός χαρακτήρας, μόνον εφόσον ήδη έχουν ικανοποιηθεί οι σκοποί που οφείλει να υπηρετήσει το εν λόγω μάθημα.
2. Τονίζεται η ανάγκη σαφούς οριοθετήσεως της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις διδασκαλίες των λοιπών θρησκειών και δογμάτων, ενώ δεν πρέπει να προωθείται, μέσω της διδασκαλίας, η καλλιέργεια της αμφισβητήσεως των δογμάτων της καθώς αυτό συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση του Κράτους στην θρησκευτική ελευθερία των γονέων και των μαθητών. Επίσης, είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σχολείο σε «δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση».
3. Κοινός τόπος των αποφάσεων του ΣτΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ )είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχει «ελεύθερη ώρα» ή «χαμένη διδακτική ώρα». Αυτή η θέση δύναται να έχει δύο αναγνώσεις. Η πρώτη ανάγνωση έγκειται στο ότι υφίσταται υποχρέωση της πολιτείας να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας», εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών (νομολογία ΣτΕ). Πλήρης απαλλαγή από το μάθημα μπορεί να χορηγηθεί σε ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως σε σχετική υπεύθυνη δήλωση. Σε αυτό το πλαίσιο το ΕΔΔΑ προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω καταλήγοντας ότι αν δεν προσφέρονται εναλλακτικά μαθήματα, χάνονται ώρες διδασκαλίας αποκλειστικώς λόγω των δηλωθέντων θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η δεύτερη ανάγνωση έγκειται στο ότι η υποχρέωση του Κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι οι μαθητές δεν θα έχουν «ελεύθερη ώρα» (κατά το ΣτΕ το οποίο προχωρά και σε μια ενδεικτική πρόταση) ή «χαμένη διδακτική ώρα» (κατά το ΕΔΔΑ) και ο τρόπος που αυτό θα επιτευχθεί αποτελεί ευθύνη της πολιτείας.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε μία τουλάχιστον αντινομία. Το ΣτΕ, για να διασφαλίσει τον έλεγχο της ασφάλειας του μαθητών προτείνει στην απόφασή του την εισαγωγή ενός εναλλακτικού μαθήματος ως ανάγκη αποφυγής «ελεύθερης ώρας», ώστε να μην υπάρχουν κίνητρα, για να μην παρακολουθεί κάποιος το μάθημα. Το ΕΔΔΑ, φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα από άλλη βάση, δηλαδή την οπτική του να μην προκύπτει, εις βάρος του μαθητή, απώλεια ωρών διδασκαλίας, ως πηγών μάθησης. Όμως εδώ παρατηρείται ένα οξύμωρο, αφού οι χαμένες ώρες διδασκαλίας δεν αφορούν σε κοινά μαθήματα -ώστε να δημιουργείται κάποιου είδους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μεταξύ μαθητών- αλλά σε μάθημα με συγκεκριμένο στόχο που οικειοθελώς κάποιος δεν παρακολουθεί, και μόνος του επιλέγει να μην έχει τη δυνατότητα να προσλάβει τις επιπλέον γνώσεις που του παρέχει αυτό το μάθημα. Το ΣτΕ επιδιώκει να μην υπάρχει ελεύθερη ώρα. Το ΕΔΔΑ εκκινεί από τη βάση να μην υπάρχει «χαμένη διδακτική ώρα», όμως αφού ο μαθητής επιλέγει οικειοθελώς να απωλέσει κάτι που του προσφέρθηκε, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί η Πολιτεία πρέπει να διδάξει κάτι σε κάποιον μαθητή που δεν το διδάσκεται κάποιος άλλος μαθητής. Αυτό, ίσως, να δημιουργούσε ζητήματα ίσης πρόσβασης στη γνώση εις βάρος εκείνων που παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών. Γι’ αυτό η συμμετοχή, όσων απαλλάσσονται, σε «Ερευνητική Δημιουργική Δραστηριότητα με θέμα τη Θρησκεία» είναι μία λύση, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, που μπορεί να αποτελέσει μια σύννομη και παιδαγωγικά/επιστημονική επιτυχής διέξοδος στο διαμορφούμενο αδιέξοδο.
Β. Πρόταση επί τη βάσει της ανωτέρω αναλυθείσης νομολογίας
Η συμμόρφωση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τις ανωτέρω αναλυθείσες αποφάσεις προβάλλει ως ένας δρόμος μακρύς και μετ’ εμποδίων δεδομένου ότι η διατήρηση της υποχρεωτικότητας του μαθήματος προϋποθέτει αμάχητη νομική ανάγνωση των αποφάσεων ΣτΕ και ΕΔΔΑ και παράλληλα σεβασμό στις παιδαγωγικές προϋποθέσεις της οργανικής ένταξης των Θρησκευτικών στα ΑΠΣ της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να παρέχει εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές. Πέραν, επομένως , της όποιας ασκηθείσης κριτικής επί των αποφάσεων, κατωτέρω αναλύεται η πρόταση συμμορφώσεως, στην οποία υποχρεούται η διοίκηση.
1. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ, συνιστά συνταγματικά επιβεβλημένη υποχρέωση του κράτους να ενσωματώσει μάθημα Θρησκευτικών με περιεχόμενο, πρωτίστως, της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας στο πρόγραμμα της σχολικής εκπαιδεύσεως. Αυτό το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται για ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως και να παρουσιάζει, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργούνται αμφιβολίες ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και χωρίς να προκαλείται σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Παράλληλα, τονίζεται ότι είναι ανεπίτρεπτη η καλλιέρεγια της αμφισβητήσεως των δογμάτων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς αυτή συνιστά αντισυνταγματική παρέμβαση του κράτους στην θρησκευτική ελευθερία των γονέων και των μαθητών. Μόνον εφόσον ήδη έχουν ικανοποιηθεί οι σκοποί αυτοί , μπορεί να ικανοποιηθεί ο πλουραλιστικός χαρακτήρας παροχής γνώσεων για άλλες θρησκείες και δόγματα. Από την άλλη, το ΣτΕ τονίζει ότι στο μάθημα Θρησκευτικών ασκούνται στη γνώση και κατανόηση της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει «μορφή κατηχήσεως» ή «δογματικής ομολογίας πίστεως».
Οι αποφάσεις του ΣτΕ δεν καθορίζουν ακριβή αριθμό ωρών υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, ούτε προβλέπουν υποχρεωτική ενσωμάτωση στο πρόγραμμα σπουδών κάθε τάξεως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Εναπόκειται στην κρίση του νομοθέτη να αποφασίσει για το επαρκές της διδασκαλίας.
2. Παράλληλα, το κράτος οφείλει να μεριμνήσει να μην υπάρχει «ελεύθερη ώρα» σε όσους μαθητές δηλώνουν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Η μέριμνα αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί διττώς. Η πρώτη εκδοχή έγκειται στην υποχρέωση της πολιτείας να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας», εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών (νομολογία ΣτΕ). Πλήρης απαλλαγή από το μάθημα μπορεί να χορηγηθεί σε ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως σε σχετική υπεύθυνη δήλωση. Σε αυτό το πλαίσιο το ΕΔΔΑ προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω καταλήγοντας οτι αν δεν προσφέρονται εναλλακτικά μαθήματα, χάνονται ώρες διδασκαλίας αποκλειστικώς λόγω των δηλωθέντων θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η δεύτερη ανάγνωση έγκειται στο ότι η υποχρέωση του Κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι οι μαθητές δεν θα έχουν «ελεύθερη ώρα» (κατά το ΣτΕ το οποίο προχωρεί και σε μια ενδεικτική πρόταση) ή «χαμένη διδακτική ώρα» (κατά το ΕΔΔΑ) και ο τρόπος που αυτό θα επιτευχθεί αποτελεί ευθύνη της Πολιτείας.
3. Η εισαγωγή άλλου μαθήματος σε περίπτωση που ο συνολικός αριθμός των μαθητών, που δεν παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ικανός, για να δημιουργηθεί τμήμα, προκαλεί νέα ζητήματα. Η διαφοροποίηση ως προς τον τύπο της εκπαιδευτικής διαδικασίας ανάλογα με τον μαθητικό πληθυσμό κάθε σχολείου [π.χ. σε ένα σχολείο διδάσκεται ένα μάθημα σε αντικατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών (π.χ. Μάθημα Ηθικής κατά την επί παραδείγματι αναφορά του ΣτΕ) γιατί υπάρχουν έντεκα μη Χ.Ο. μαθητές ενώ σε ένα άλλο δεν διδάσκεται γιατί οι μαθητές είναι πέντε] προκαλεί εύλογο προβληματισμό. Για αυτό η Πολιτεία είναι ορθό να προβλέψει για νομικούς και παιδαγωγικούς λόγους εκπαιδευτική και δημιουργική δραστηριότητα για κάθε απαλλασσόμενο μαθητή χωρίς να στερεί τη θρησκευτική εκπαίδευση που οφείλει να προσφέρει σε όλους ανεξαιρέτως με απόλυτο σεβασμό στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, αλλά και με ένα πλουραλιστικό και αντικειμενικό τρόπο. Για τους μαθητές που δεν παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών θα μπορούσε να προβλεφθεί η εκπόνηση «Ερευνητικής Δημιουργικής Δραστηριότητας με θέμα τη Θρησκεία». Οι μαθητές θα βρίσκονται τις ώρες διδασκαλίας των Θρησκευτικών σε άλλο κατάλληλο χώρο με τον εκπαιδευτικό που θα του έχει ανατεθεί η διδασκαλία όσων απαλλάσσονται (για αυτό θα μπορούσαν όσοι απαλλάσσονται να εντάσσονται λειτουργικά στο ίδιο τμήμα της τάξης) και θα εκπονούν εργασία με θέμα είτε σχετικό με τη θρησκεία τους, εφόσον την έχουν δηλώσει στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» είτε με τη μελέτη των θρησκειών ως φιλοσοφικού, κοινωνιολογικού, ιστορικού, πολιτιστικού κλπ φαινομένου. Όμως μία τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αποδειχτεί οργανωτικά και παιδαγωγικά δυσχερής, διότι α) τίθεται ζήτημα υπάρξεως υλικοτεχνικής υποδομής στα σχολεία που θα μπορούσε να υποστηρίξει ουσιαστικά αυτήν την επιλογή, β) απαιτούνται ΑΠΣ για κάθε βαθμίδα ώστε να προβλεφθούν οι ανάλογες προσαρμογές της Ερευνητικής Δημιουργικής Δραστηριότητας στη βαθμίδα και την αναπτυξιακή ηλικία των μαθητών, γ) αυξάνονται, ακόμη, οι ώρες διδασκαλίας εφόσον δημιουργούνται παράλληλα τμήματα θρησκευτικών ανά τάξη όταν εμφανίζονται απαλλαγές ενώ τέλος, δ) εγείρεται θέμα ισότιμης μεταχειρίσεως των μαθητών: οι μεν Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν έχουν την δυνατότητα να αναπτύξουν τις ερευνητικές και συνθετικές δεξιότητές τους μέσω της εκπονήσεως ερευνητικής εργασίας ενώ οι μη Χ.Ο. δεν λαμβάνουν γενικές γνώσεις μέσω της παραδοσιακής διδασκαλίας.
4. Η παρακολούθηση από μαθητές που δεν παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών άλλου μαθήματος που ήδη αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας (π.χ. Γλώσσα, Μαθηματικά, Ιστορία κ.λπ.) δεν πρέπει να αποτελεί πρώτη επιλογή. Το ΣτΕ τονίζει ότι η Πολιτεία «οφείλει… να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος» και όχι απλώς παρακολουθήσεως άλλου μαθήματος. Τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να συνιστά «χαμένη ώρα», καθώς οι μαθητές θα παρακολουθήσουν μάθημα που είτε έχουν ήδη καλύψει (στη δική τους τάξη) είτε θα καλύψουν στο μέλλον (στη δική τους τάξη). Οπότε τίθεται ζήτημα «ισοτιμίας» με το διακριτό μάθημα των Θρησκευτικών, στο οποίο οι μαθητές διδάσκονται ζητήματα που δεν έχουν και δεν θα διδαχθούν ξανά στο άμεσο μέλλον. Εφόσον, όμως,αντικειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν άλλη λύση τότε, με απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων, θα μπορούσε να εξεταστεί η παρακολούθηση άλλων μαθημάτων, σύμφωνα με το ημερήσιο πρόγραμμα του σχολείου και την ευθύνη των διδασκόντων (παρουσιολόγιο κ.λπ.).

Πηγή: aftodioikisi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: