Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Ατέρμονοι πόλεμοι και αμηχανία της διεθνούς κοινότητας

Η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής στη χώρα μας επικεντρώνεται κυρίως σε θέματα όπως τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και οι σχέσεις μας με τους βόρειους γείτονες. Αυτό είναι λογικό, δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Υπάρχουν όμως πεδία στις διεθνείς σχέσεις πολύ σημαντικά, τα οποία απασχολούν τη διεθνή κοινότητα και στα οποία η Ελλάδα πρέπει να έχει λόγο, για να μην πω ότι οφείλει να λάβει πρωτοβουλίες, για δύο λόγους: πρώτον, ώστε να υπολογίζεται διεθνώς ως παίκτης με άποψη που συνδιαμορφώνει αποφάσεις και έτσι αξιώνει θέση και ρόλο σε διπλωματικά τραπέζια και, δεύτερον, ώστε να έχει διεθνές κεφάλαιο για να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, από θέση ισχύος.
Ενα από τα θέματα που απασχολεί τους διεθνείς οργανισμούς, διαμορφωτές αποφάσεων και μελετητές της διεθνούς πολιτικής είναι αυτό των «ατέρμονων» πολέμων (endless wars). H συζήτηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον οι ΗΠΑ και άλλες χώρες πρέπει να σταματήσουν να αποτελούν μέρος διάφορων διεθνών συγκρούσεων, αλλά να καταστούν μέρος της λύσης τους. Αυτό θα βοηθούσε ώστε να ασχοληθούν με άλλα πιεστικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, οι πανδημίες, το περιβάλλον, τα οποία διαπερνούν τα κρατικά σύνορα και προϋποθέτουν παγκόσμιες συνεργατικές στρατηγικές. Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας αποτυπώθηκε στην πρωτοβουλία Μπάιντεν, τον Ιανουάριο του 2021, σχετικά με την υιοθέτηση νέας στρατηγικής πρόληψης των συγκρούσεων και προώθησης της σταθερότητας.
Σήμερα, αναλύσεις ειδικών, αξιωματούχων διεθνών οργανισμών και ερευνητών διερωτώνται για τις αιτίες των ανεπιθύμητων εξελίξεων σε πρότερες δράσεις της διεθνούς κοινότητας. Γιατί απέτυχαν οι επεμβάσεις στο Ιράκ, στη Λιβύη, τη Συρία, το Αφγανιστάν και αλλού; Υπό αυτό το πρίσμα, άρχισε η συζήτηση για τα αποτυχημένα και, αργότερα, εύθραυστα κράτη. Ευθύνονται οι ηγεσίες και οι κοινωνίες των εν λόγω κρατών, που δεν κατόρθωσαν να ενσωματώσουν στη διακυβέρνησή τους πρακτικές βασιζόμενες σε δυτικά πρότυπα;
Μήπως ευθύνονται οι επεμβατικές πολιτικές, που αντί να ασχοληθούν με τα τοπικά προβλήματα και να αναζητήσουν τρόπους συνεννόησης ομάδων, τάξεων και φυλών, της κοινωνίας γενικότερα με τοπικές και εθνικές αρχές, επέβαλαν εκ των άνω πολιτικές, τις οποίες μάλιστα έντυσαν με τον μανδύα του «απελευθερωτή»; Πώς άραγε μπορείς να διεκδικείς τον τίτλο του «απελευθερωτή», όταν μια βασική αρχή στην οποία βασίστηκε εδώ και αιώνες το βεστφαλιανό κράτος, η κρατική κυριαρχία, παραβιάζεται ουσιαστικά και για μακρό χρονικό διάστημα, παρεμποδίζοντας την ειρηνική πορεία μιας χώρας προς την ευημερία;
Τον Φεβρουάριο, εορτάστηκαν στη Λιβύη τα 10 χρόνια από την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι και η χώρα βρίσκεται εν αναμονή εκλογών, προς το τέλος του 2021. Ωστόσο, και παρά την από κοινού παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας ήδη από το 2011, η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο ενός «πολέμου διά αντιπροσώπων». Είναι γεγονός πως η συγκεκριμένη κρίση απασχόλησε και την ελληνική εξωτερική πολιτική κάπως καθυστερημένα, κυρίως μετά το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών.
Παράλληλα, στο Ιράκ οι πολίτες δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη διεθνή παρέμβαση και ότι περίμεναν μια καλύτερη ζωή μετά την αμερικανική επέμβαση. Στο Αφγανιστάν, η επικείμενη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς και αποτελεί μείζον ζήτημα σχετικά με την επόμενη μέρα, δεδομένης της αύξησης της επιρροής των Ταλιμπάν, μέσω του ελέγχου μέρους της αφγανικής κοινωνίας και οικονομίας.
Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται σε αναδιάταξη. Η μεταβαλλόμενη κατανομή της ισχύος, η ανάδυση νέων οικονομικών δυνάμεων, η επέκταση των παγκόσμιων προκλήσεων και απειλών σε τομείς εκτός της στρατιωτικής ασφάλειας, όπως περιβάλλον, επιδημίες, διασυνοριακές παράνομες ενέργειες, τρομοκρατία, φτώχεια, απαιτούν έναν επαναπροσδιορισμό της αρχιτεκτονικής ασφάλειας και, κυρίως, επανεκτίμηση του δυτικού μοντέλου μονομερούς και, ενίοτε, πολυμερούς διαχείρισης των νέων μορφών βίας.
Η παγκοσμιοποίηση περιέκλειε μεταξύ άλλων και την προβολή μιας συγκεκριμένης αντίληψης σχετικά με το πώς ένα κράτος θα έπρεπε να συγκροτείται και να δρα. Με αυτή τη λογική, οι δράσεις της διεθνούς κοινότητας αγνόησαν τις τοπικές συνθήκες μίας πολύπλοκης και σύνθετης διαδικασίας που απαιτούσε πρωτίστως συναίνεση των κοινωνιών, με αποτέλεσμα οι τρίτοι δρώντες/παρεμβαίνοντες, παρά το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος, να βρεθούν σε μεταγενέστερο χρόνο στη δυσάρεστη θέση να αποδέχονται ότι ανέτρεψαν μια διεθνώς επικίνδυνη κατάσταση, αλλά, με τα λάθη που έγιναν, παρέτειναν την παγκόσμια ανασφάλεια.
Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν αναστοχασμό της ποιότητας της διεθνούς παρέμβασης. Βαδίζουμε προς παρεμβάσεις ολιστικές, με την εγγύηση της παροχής σε όλους τους πολίτες -και όχι μέσω λίγων «πρόθυμων» συνεργατών- δικαιωμάτων και χρηματικών μέσων ανασυγκρότησης των κρατών. Αυτό σημαίνει πρωτίστως παρεμβάσεις σε εκπαίδευση, δημόσια υγεία και θεσμική ενδυνάμωση της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών. Η διεθνής κοινότητα και η Ελλάδα πρέπει να στοχαστούν πώς θα συμβάλουν καλύτερα σε αυτή την προοπτική.
 
Ειρήνη Χειλά - καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και visiting scholar στο George Washington University
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: