Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα

(φωτ. από το alterthess-  Χρήστος Καρράς)
Παραμονή των Χριστουγέννων του χίλια εννιακόσια ενενηνταεννιά. Χιονίζει. Ο μαχαλάς των Τσιγγάνων του Γαλλικού ποταμού έχει γίνει λευκός. Αν κάποιος δεν το ξέρει, δεν καταλαβαίνει πως οι παράγκες είναι καμωμένες από νάιλον σακούλες. Το χιόνι σκεπάζει: τα σκουπίδια, τα παλιοσίδερα, τις ακαθαρσίες, την απειλητική κοίτη του ποταμού, τη μυρωδιά από τα γουρουνάδικα, τη φτώχεια, την εξαθλίωση των δυο χιλιάδων Τσιγγάνων.
σε ποιον;
Πριν από μερικά χρόνια, ο άνθρωπος που θα έγραφε αυτό το βιβλίο πλανιόταν στην Παναγία των Παρισίων. Κάποτε, σε μια απόμερη σκοτεινή γωνιά ενός πύργου, βρήκε χαραγμένη στον τοίχο μια ακατανόητη λέξη:
ΑΝΑΓΚΗ
[…] Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτε από την αλλόκοτη λέξη και το ολέθριο πεπρωμένο που έκρυβε μέσα της. Όποιος κι αν την έγραψε έχει φυσικά χαθεί, η λέξη έχει ξυθεί, κι ίσως η Νοτρ Νταμ αφανιστεί κι αυτή με τη σειρά της.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για εκείνη τη λέξη.
(Βίκτορ Ουγκό, Φεβρουάριος 1831, Πρόλογος στην πρώτη έκδοση της Παναγίας των Παρισίων.)
***
(Η ιστορία είναι αληθινή· τα ονόματα Δέσποινα και Μαρία Λάκη είναι ψευδώνυμα. Η Β.Π. εργάζεται σήμερα ως παιδίατρος σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Αυτή που ονομάζω Δέσποινα Λάκη και τα παιδιά της χάθηκαν από τον μαχαλά κάπου στο καλοκαίρι του 2000. Δεν ξανάκουσα γι’ αυτούς.)
***
Παραμονή των Χριστουγέννων του χίλια εννιακόσια ενενηνταεννιά. Χιονίζει. Ο μαχαλάς των Τσιγγάνων του Γαλλικού ποταμού έχει γίνει λευκός. Αν κάποιος δεν το ξέρει, δεν καταλαβαίνει πως οι παράγκες είναι καμωμένες από νάιλον σακούλες. Το χιόνι σκεπάζει: τα σκουπίδια, τα παλιοσίδερα, τις ακαθαρσίες, την απειλητική κοίτη του ποταμού, τη μυρωδιά από τα γουρουνάδικα, τη φτώχεια, την εξαθλίωση των δυο χιλιάδων Τσιγγάνων. Σκεπάζει ακόμη και τα σκοτωμένα ποντίκια που τις άλλες μέρες προσπερνάμε περπατώντας ανάμεσα από τις παράγκες. Λένε πως για κάθε ποντίκι που βλέπεις υπάρχουν γύρω σου άλλα εκατό. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Το χιόνι σκεπάζει — τον πόλεμο και τις πληγές μας.
Οι Drom έχουμε πάει από νωρίς για να πούμε τα κάλαντα — αμήχανη προσπάθεια να τους πείσουμε πως εκείνοι οι Τσιγγάνοι είναι κομμάτι της ζωής μας. Τα συνηθισμένα μας πσέματα: είναι κομμάτι του κενού μας. Στην παράγκα που φτιάξαμε για ιατρείο περιμένει η εθελόντρια Ε.Γ. με τα Τσιγγανόπουλα του σχολείου. Έχουν έρθει και από τη νομαρχία. Μπούγιο. Είναι εκεί και τα κανάλια της τηλεόρασης. Ζωντανές συνδέσεις ασχέτων: Μια σταγόνα αγάπης στα τελευταία Χριστούγεννα του αιώνα. Κάλαντα στα ελληνικά και στα τσιγγάνικα· τραγουδάμε κι εμείς. Μοιράζονται γλυκά και παιχνίδια. Στις τηλεοράσεις κούφια λόγια, τι άλλο. Κοιτάζω το ρολόι· πρέπει ν’ αγοράσω χριστουγεννιάτικα δώρα από το κέντρο της πόλης. Έχω κανονίσει να φύγω με το πρώτο αυτοκίνητο. Βιάζομαι. Λέω με στόμφο στον Φραγκούλη, μάλλον για να διώξω τις τύψεις για τη βιασύνη μου, για να το παίξω κολλητός τους: «Του χρόνου θα είστε στα σπίτια σας.» Εννοώ τον οικισμό Αγία Σοφία. Φεύγω με μεγάλα βήματα.
***
Τρεις ώρες αργότερα. Είμαι στην Τσιμισκή, στον αύλιο χώρο ενός πολυσύχναστου εμπορικού κέντρου. Μια ορχήστρα παίζει χριστουγεννιάτικα. «I’m dreaming of a White Christmas.» Εντυπωσιακές κοπέλες ντυμένες Αγιοβασίληδες μοιράζουν σοκολάτες. Κόσμος που κρατάμε σακούλες. Αδιαχώρητο. Χτυπάει το κινητό. Η εθελόντρια Ν.Μ. Για να την ακούσω βγαίνω στη Βασιλέως Ηρακλείου. Μόλις έχει φτάσει σπίτι της από τον μαχαλά. Μαζί με άλλες δυο, μετά τα κάλαντα γύρισαν τις παράγκες για να ευχηθούν σε όλες τις οικογένειες. Στην παράγκα της Δέσποινας Λάκη, το μικρό κοριτσάκι της έκαψε το πρόσωπό του στην ξυλόσομπα. Μια γνωστή τής Ν. τής είπε πως από τη σκουριασμένη ξυλόσομπα μπορεί να πάθει τέτανο. «Έχουμε κάνει στο παιδί αντιτετανικό;» με ρωτά. «Δεν θυμάμαι για ποιο παιδί μιλάμε, δεν θυμάμαι την παράγκα, Δέσποινα Λάκη είπες, θα ρωτήσω, θα δω», της λέω. Κλείνω το τηλέφωνο. Η μουσική συνεχίζει. Κι όμως θυμάμαι.
Κι όμως θυμάμαι. Οι Λάκηδες: οι πιο κατατρεγμένοι από τους κατατρεγμένους του Γαλλικού. Παράξενες, ακατανόητες έριδες διχάζουν τη φαμίλια· δεν βγαίνει άκρη. Η Δέσποινα είναι νύφη στην οικογένεια· ξερακιανή, ζυγωματικά ρουφηγμένα, δείχνει πενηνταπέντε, μα είναι μόλις τριαντατρία — ίσως και λιγότερο. Ο άντρας της στη φυλακή, μάλλον για ληστείες, ο πεθερός της πεθαμένος. Τον πρώτο καιρό δεν άφηνε τους εθελοντές να μπουν στο καλύβι της· οι γείτονες τη λένε τρελή. Κανένα από τα πέντε παιδιά της Δέσποινας, από δέκα ώς τεσσάρων χρονών, δεν μιλά. Για σχολείο ούτε λόγος. «Είναι κουσουρλίδικα τα παιδιά, καταραμένα», μου είπαν τα αδέλφια του άντρα της που μένουν λίγο πιο πέρα. «Τι περιμένεις από φιτσίρια;» μονολογούνε στο κέντρο του μαχαλά. Οι απόκληροι των αποκλήρων. Τι θα πει ανάγκη;
***
Χίλια εννιακόσια ενενηνταεννιά, Μάιος: η Δέσποινα Λάκη φέρνει στο ιατρείο δυο από τα κορίτσια της. Τα δύο μικρότερα. Ο παιδίατρος Ν.Μπ. μού είπε πως έχουν μολυσματικό σταφυλόκοκκο στην περιοχή της μύτης και του αφτιού. Πως αν δεν κάνουν θεραπεία με αντιβιοτικά και αλοιφή για δεκαπέντε μέρες μπορεί να παραμορφωθεί το πρόσωπό τους, να σημαδευτεί για όλη τους τη ζωή. «Αν χαλάσει το πρόσωπο του κοριτσιού, χαλάει και η ζωή του.» Έτσι λένε οι Τσιγγάνοι.
Την επομένη πήγα τα φάρμακα στη Δέσποινα. Μπήκα στην παράγκα· βρομούσε κουκιά. Ο χώρος απελπιστικά άδειος. Μια ψάθα στο χώμα, μια σόμπα και τίποτε άλλο. Στεκόμαστε όρθιοι. Της εξηγώ τις οδηγίες και τη δοσολογία των φαρμάκων έτσι όπως μου τα είπε στο τηλέφωνο ο εθελοντής παθολόγος Γ.Μπ. Καταλαβαίνει πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμουν. Τα παιδιά με κοιτάνε βουβά.
Για κάμποσο καιρό κάθε φορά που πάω στον μαχαλά πηγαίνω στην παράγκα της. Από τις πρώτες μέρες κιόλας ο σταφυλόκοκκος υποχωρεί. Πάνω στη βδομάδα έχει εξαφανιστεί εντελώς, τα παιδιά της όποτε με βλέπουν χαμογελούν όλο και περισσότερο, το ίδιο και η Δέσποινα, νομίζει πως εγώ τα γιάτρεψα. Της λέω πως τα γιάτρεψαν οι γιατροί, τα φάρμακα κι εκείνη που τήρησε τις οδηγίες, αυτά τής λέω, και γεμίζω με έπαρση. Λογαριάζω πως έκανα κάτι — πως χάρη και στη δική μου προσπάθεια τα κοριτσάκια της Δέσποινας γλύτωσαν το σημάδι του σταφυλόκοκκου κι έχουν ακόμη την ευκαιρία τους. Είμαι κάποιος, είμαι κάτι. Κι ας εξακολουθούν εκείνα τα κοριτσάκια να ζουν στην κοίτη του Γαλλικού χωρίς νερό, τουαλέτα και σχολείο, να κοιμούνται στο χώμα, να μην έχουν μιλήσει ποτέ στη ζωή τους — μονάχα που χαμογελάνε στο πουθενά.
***
Ναι, θυμάμαι· εκείνη την Κυριακή που έγινε αντιτετανικός στις κάτω παράγκες η Δέσποινα με τα παιδιά της έλειπαν — είχαν πάει στη Λάρισα να δουν τον άντρα της στις φυλακές. Ναι, θυμάμαι· το κορίτσι που κάηκε στη σόμπα μπορεί να μολυνθεί. Ανάγκη.
Ήταν, λοιπόν, ανάγκη να με πάρει η Ν. εκείνο το χριστουγεννιάτικο μεσημέρι όπου I am dreaming of a White Christmas; Περπατάω πάνω-κάτω στην Αριστοτέλους και σχεδόν τα βάζω μαζί της: άμα δεν έκανε γύρα στις παράγκες δεν θα μάθαινε για το έγκαυμα της μικρής κόρης της Δέσποινας, άρα δεν θα μ’ έπαιρνε στο τηλέφωνο, άρα δεν θα χαλούσε η Παραμονή μου. Υποθετικός λόγος δευτέρου βαθμού — ωστόσο μπορεί να ακουστεί και έτσι: αν δεν ξεκινούσαν τα τρένα από τον σταθμό δεν θα έφταναν ποτέ στο Άουσβιτς. Πάντοτε το ίδιο: καλοί οι Τσιγγάνοι, καλοί οι απανταχού της γης κατατρεγμένοι, αλλά ανάμεσά μας και ανάμεσά τους κάποιος υποθετικός λόγος – η ίδια παμπάλαιη προϋπόθεση. Αρκεί να μην απειλούν ούτε μια παρωνυχίδα της ευτυχίας μας. Ανάγκη.
Ήταν ανάγκη, λοιπόν, να γίνει το εμβόλιο εκείνη την ίδια μέρα; Αν το κάναμε σε μια βδομάδα θ’ άλλαζε τίποτε; Σκέφτομαι το μεγαλόστομο σύνθημα του Drom: Να εξασφαλίσουμε για τα παιδιά των Τσιγγάνων ό,τι θα απαιτήσουμε για τα παιδιά μας. Είναι μια ρητορεία — όμως: την πιστεύουμε ή δεν την πιστεύουμε; Αν είχε καεί η δική μου κόρη, θα της έκανα το εμβόλιο σε μια βδομάδα; Ανάγκη.
***
Ψάχνω να βρω γιατρό, τα κινητά των εθελοντών γιατρών είναι κλειστά. Δύσθυμος μπαίνω σ’ ένα φαρμακείο και αγοράζω τον αντιτετανικό και τη σύριγγα. Κάπου στη Δωδεκανήσου βρίσκω ένα ταξί λέγοντας πως πηγαίνω στη Σίνδο. Στον δρόμο, όταν λέω για την κοίτη του Γαλλικού ποταμού, ο ταξιτζής διαμαρτύρεται. Ανάγκη.
Θα κάνω εγώ την ένεση στο κορίτσι. Μια υποδόρια ένεση στο μπράτσο, σιγά το δύσκολο. Το ’χω δει τόσες φορές. Κατόπιν σκέφτομαι και πάλι το σύνθημα του Drom· ναι, ρητορεία, ωστόσο: θα ήθελα να κάνει στην κόρη μου την ένεση ένας αργόσχολος δήθεν εθελοντής; Όχι. Ανάγκη, ανάγκη, ανάγκη.
***
Πάλι χιονίζει στα γεμάτα. Ενώ στρίβουμε στην περιφερειακή, παίρνω στο τηλέφωνο την παιδίατρο Β. Π. — κι αυτή εθελόντρια. Δεν την είχα πάρει νωρίτερα· ο πατέρας της πεθαίνει στο Θεαγένειο. Το τηλέφωνό της θα είναι ανοιχτό. Ανάγκη, σου λέω.
Η Β. γυρνούσε από το νοσοκομείο. Σε μισή ώρα θα είναι στον Γαλλικό. Δείχνει να μην ξαφνιάζεται, ούτε και ενοχλείται διόλου. Μιλάει μηχανικά· σα να περίμενε το τηλεφώνημά μου — το κάθε τηλεφώνημα. Ναι, ανάγκη.
***
Στον μαχαλά σκοτεινιάζει. Κατεβαίνω στη γειτονιά των Λάκηδων. Μπαίνω στην παράγκα της Δέσποινας. Μόλις με βλέπει, φέρνει μια καρέκλα και ζητά από μια διπλανή οικογένεια μια λάμπα πετρελαίου. Όταν έρχεται η λάμπα, βλέπω τα παιδιά στη γωνιά· και τα πέντε. Με κοιτούν διερευνητικά. Το πρόσωπο της πιο μικρής καμένο, κατεστραμμένο σε ολόκληρη τη δεξιά πλευρά. Η Δέσποινα μου εξηγεί: είχε πάει να κάνει την ανάγκη της στους θάμνους· γύρισε και τη βρήκε καμένη. Κόλλησε το πρόσωπό της στο πυρωμένο καπάκι της ξυλόσομπας. Μάλλον θα έπαιζε με τ’ αδέλφια της. Έγινε πριν από μερικά βράδια, τρία, τέσσερα, πέντε, δεν θυμάται. Όχι, δεν την πήγε στο νοσοκομείο. Κοιτώ το πρόσωπο προσεκτικά, χωρίς να ξέρω το γιατί, σαν ηλίθιος, θαρρείς και θα το γιάνω βλέποντάς το. Και τότε γίνεται: η μικρή μού χαμογελά· δεν την είχα δει ποτέ να χαμογελά έτσι.
Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί πετάχτηκα έξω από την παράγκα. Είχα δει και χειρότερα στους καταυλισμούς των Τσιγγάνων: παιδιά να πεθαίνουν από μηνιγγίτιδα, παγωμένα μωρά από το κρύο, κορίτσια που γέννησαν βρέφη χωρίς αφτιά ή χωρίς δάχτυλα, παιδιά να είναι τυφλά εκ γενετής ή να χάνουν τα μάτια τους από καρφωμένα ξύλα που ξεχαρβάλωσε ο άνεμος· κι ακόμη: είχα δει δαγκωματιές ποντικών, ποτάμια να φουσκώνουν, αστυνόμους να καίνε παράγκες, δημάρχους να κλειδώνουν τις βρύσες των πάρκων και του νεκροταφείου για να μην πίνουν νερό οι Τσιγγάνοι, φασίστες να κάνουν πορείες εναντίον τους. Σ’ όλ’ αυτά έμεινα αδάκρυτος, απελπιστικά ψύχραιμος. Σ’ όλ’ αυτά δεν ανέβηκε ο κόμπος στον λαιμό μου. Τι είχα πάθει, λοιπόν, με το κοριτσάκι της Δέσποινας Λάκη; Τι ήταν αυτό που με τίναξε έξω;
Ένα καμένο πρόσωπο που σου χαμογελά παραμονή Χριστουγέννων. Ένα καμένο κορίτσι στον μαχαλά των Τσιγγάνων στα τελευταία Χριστούγεννα του αιώνα. Θυμάμαι τον Άντερσεν, τον Πρόλογο της Παναγίας των Παρισίων, τον Μικρό Πρίγκιπα, την ομιλία του Φόκνερ. Ανάγκη. Κι όμως, το καμένο πρόσωπο ενός παιδιού που σου χαμογελά είναι κάτι που δεν ερμηνεύεται και δεν αντέχεται. Ένα καμένο πρόσωπο να σου χαμογελά στο τέλος του αιώνα, στον μεγάλο χειμώνα που παζαρεύουμε την πείνα των άλλων. Πιο πέρα απ’ αυτό, τίποτε.
***
Έρχεται η Β. Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια. Της δίνω το εμβόλιο. Μπαίνουμε στην παράγκα. Το ετοιμάζει. Η μικρή εξακολουθεί να γελάει. Ακόμη και όταν της βάζει τη βελόνα στο μπράτσο της. Μόνο μια ελάχιστη ανάσα, ένα κοφτό α — μα το χαμόγελο παραμένει. Η Β. πλησιάζει τη λάμπα στο πρόσωπο του κοριτσιού και κοιτάει το έγκαυμα. Ρωτάει το όνομά της στη Δέσποινα· παράξενο, τόσο καιρό δεν το ’χα ρωτήσει. Η Δέσποινα απαντάει πως είναι αβάφτιστο. Επιμένουμε: «Εσύ πώς τη φωνάζεις;» «Μαρία», απαντάει διστακτικά. Δείχνει να μην το πιστεύει, μοιάζει να το επινοεί εκείνη την ώρα, για να μας κάνει το χατίρι. Ένα ακόμη παιδί δίχως όνομα. Ανάγκη.
***
Βγαίνουμε έξω από την παράγκα. Η Β. περπατά σιωπηλή. Τη ρωτάω αν θα μείνει σημάδι από το έγκαυμα. Θα μείνει και μάλιστα μεγάλο, θα της παραμορφώσει το πρόσωπο. Το μόνο που της μένει είναι η πλαστική εγχείρηση. Το μόνο που τους μένει είναι να μας σκοτώσουν, να κρεμάσουν τ’ άντερά μας στους φανοστάτες.
Την πηγαίνω ώς το αμάξι της. Μιλούμε για τον Άντερσεν, για το παραμύθι με τα σπίρτα· μου λέει πως ακόμη και κείνο το κοριτσάκι έχει να θυμάται τη γιαγιά του. «Κι εδώ θα έχει να θυμάται εσένα», της λέω, «εσένα που ήρθες από το Θεαγένειο βράδυ Παραμονής για να της κάνεις εμβόλιο.» Το πιστεύω. Η Β. κλαίει. Κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου, βάζει μπρος.
***
Πίσω στην παράγκα της Δέσποινας. Το χαμόγελο της Μαρίας εξακολουθεί, όσο περνά η ώρα γίνεται όλο και πιο εκτυφλωτικό. Θέλω να πω κάτι παρήγορο, κάτι ελπιδοφόρο. Κάτι για τον Χριστό που γεννήθηκε για να σώσει τους φτωχούς, τα παιδιά με το καμένο πρόσωπο. Δεν λέω τίποτε. Φεύγω. Η Μαρία Λάκη χαμογελάει, νομίζεις θα χαμογελάει για πάντα. Στην πόρτα η Δέσποινα με ρωτάει: «Τώρα που έκανε την ενέσα, θα φύγει και το κάψιμο;» Τι ν’ απαντήσω; Θα φύγει σιγά-σιγά. Με τον καιρό.
Όχι, κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Ανηφορίζω προς τον Φραγκούλη. Το χιόνι φωτίζει τη νύχτα. Μια γυναίκα κατεβαίνει στην κοίτη του ποταμού για να κάνει την ανάγκη της. Ντράπηκα που με είδε ότι την είδα. Ανάγκη. Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα.
Όρκοι — μα σε ποιον; Στον Θεό που δεν πιστεύω; Σε μιαν άγνωστη υπερκόσμια δύναμη που καθορίζει την τάξη της ζωής μας; Σε ένα εγώ που ξαστοχά γλυκά τον θάνατο τον άλλων; Όρκοι. Να μην ξεχάσω ποτέ τον μαχαλά του Γαλλικού ποταμού. Να μην ξεπεράσω το χαμόγελο της Μαρίας Λάκη. Το καμένο πρόσωπό της. Την Ανάγκη.
***
Ο Φραγκούλης με πηγαίνει μέχρι τον Δενδροπόταμο. Χαιρετιόμαστε. Βιάζομαι. Από κει, ταξί για το κέντρο. Η πόλη κατάφωτη. Σ’ ένα φαστφουντάδικο της Βενιζέλου πλένω τα χέρια μου, καθαρίζω τις λάσπες απ’ τα παπούτσια μου — κυρίως αυτό. Μιλάω στο κινητό, κανονίζω τα ραντεβού για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δεν πήρα δώρα, όμως θα φέρω βασιλόπιτες.
***
Στην Τσιμισκή και πάλι. Έχει φτάσει οχτώ το βράδυ. Ένα ξακουστό ζαχαροπλαστείο που τα τσουρέκια του μοσχοβολούν σ’ όλο το δρόμο. Σε μια μακριά ουρά για ν’ αγοράσω βασιλόπιτα. Εκατοντάδες άνθρωποι γύρω, καλοντυμένοι, κρατούν πολύχρωμες σακούλες, μιλούν δυνατά στα κινητά τους, προγραμματίζουν. Τα μεγάφωνα παίζουν το White Christmas. Ξανά. Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα.
Ο κόσμος στην ουρά αγοράζει τις βασιλόπιτες μαζικά. Τέσσερις, πέντε, έξι. Ένα ζευγάρι μπροστά μου, με το κοριτσάκι στους ώμους του πατέρα, συζητά εάν θα αγοράσει τρεις ή τέσσερις. Διχάζομαι κι εγώ: θα αγοράσω δύο ή τρεις βασιλόπιτες; Ανάγκη. Την ίδια στιγμή καταλαβαίνω πως είχα ήδη ξεχάσει τη Μαρία Λάκη, πως είχα ξεπεράσει το καμένο πρόσωπό της που μου χαμογελούσε, πως ήδη πάτησα τους όρκους που ’χα δώσει πριν μια ώρα. Κι όμως, δεν ξερνάω, δεν ουρλιάζω, παραμένω ψύχραιμος και σιωπηλός, καρφωμένος στην ουρά για τις βασιλόπιτες. Ποια δύναμη με κρατάει εκεί; Όλοι έχουμε πατήσει τους όρκους μας.
Γι’ αυτό, μη ρωτήσεις ποιος σκότωσε τους πεινασμένους στα γκέτο, τους μετανάστες στα βουνά, το κορίτσι που θέλησε να ζεσταθεί με τα σπίρτα. Εσύ είσαι — εγώ είμαι. Ω ναι, ανάγκη. Ένα κορίτσι δίχως όνομα κάηκε στη σκουριασμένη σόμπα, σε μιαν νάιλον παράγκα, στην κοίτη του Γαλλικού, εκείνα τα Λευκά Χριστούγεννα του περασμένου αιώνα.
Ανάγκη είναι το χαμόγελο εκείνου του κοριτσιού.
* Η αληθινή ιστορία Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη της μορφή στην εφημερίδα Εποχή, στις 24.12.2000, και στην τελική της μορφή στην Φιλολογική Βραδυνή στις 21.12.2003, καθώς και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.triaridis.gr/ keimena/keimC001.htm. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμa που εκδόθηκε τον Μάιο του 2006 στη σειρά «Αντιρρήσεις» των εκδόσεων τυπωθήτω. Το φθινόπωρο του 2009 κυκλοφόρησε σε αυτόνομο βιβλίο από τις εκδόσεις διάπυροΝ, ζωγραφισμένο από την Έλλη Γρίβα. Όπως και κάθε άλλο κείμενό μου, έτσι κι αυτό διατίθεται για κάθε χρήση, ελεύθερο από κάθε «πνευματικό δικαίωμα».

Θανάσης Τριαρίδης
Πηγή: triaridis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: